Υπάρχει πεπρωμένο τελικά ! Μια απρόσμενη εξέλιξη στην όλη υπόθεση !
Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι[1]



1.
.....δε συμφωνώ πάει κόντρα στις πεποιθήσεις μου έχω ένα φάντασμα μέσα στην ψυχή κι εσείς έχετε δύο Μπορείτε να μπείτε όταν ετοιμαστείτε - Κοίταζε τα χέρια μου τα'χα σταυρωμένα στα γόνατα - Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ[2] : ....το άκουσες ; τι σου έλεγα ; -/ Εδώ πια δεν υπήρχαν διφορούμενα οι λέξεις διέθεταν ακρίβεια και το νόημά τους ήταν ξεκάθαρο φαντάζομαι πως θα μπορούσε να πει κανείς ότι ξαναγεννιέται Η γυναίκα δεν έκανε σχόλιο : Μου δίνετε ένα φλιτζάνι τσάι ακόμα;-/ Σουρεαλιστικό κολλάζ από πράσινα κίτρινα κόκκινα φτερά [Η Μαίρη μουρμουρίζει Σταυροκοπιέται ΜΑΙΡΗ [ΣΑΝΤΣΕΖ][3] : ....έχει όνομα αυτο το ον ;] Το σκυλί έριχνε φοβισμένες ματιές η ομίχλη άρχιζε να σκεπάζει τα πάντα αισθανόταν έντονη την ανάγκη να σηκωθεί να φύγει όπου όπου - τα δάχτυλά της μπλέκονταν και ξεμπλέκονταν δίχως σταματημό δεν ξέρω με τι έμοιαζε το υπόλοιπο αυτής της ασυνάρτητης κατοικίας εξαφανίστηκα αμέσως λέγοντας - κάπως έτσι θα πρέπει να είναι με τους ανθρώπους - Απεραντοσύνη. Ή μήπως το πράγμα υπήρξε πιο σοβαρό ; - έχει να κάνει με αληθινές συνωμοσίες ; - η ξαγρύπνια θριάμβευε απειλητική κάθε μέρα που περνούσε Άπλωνα το χαρτί αργά και αμήχανα το έβρισκα αστείο -Μάντεψε -μου λέει : Γινόταν φως -/ 



Απεικονίζομαι ως γαιοκτήμονας με στολή κυνηγίου αλεπούς μεταξωτή γραβάτα κτλ και μόνο η ανάγκη ν' αναρωτιέται κανείς για τέτοια πράγματα την αναστατώνει την κάνει να οργίζεται πετιέται απ' το κρεβάτι έμεινα εκεί τυλιγμένος στο άρωμά της πιστεύοντας ότι ήταν αξεπέραστα όμορφη να την αγγίξει κανείς Γλίστρησε ήσυχα προς το μέρος μου - ολόκληρη η ζωή θα κυλούσε πάνω στα παλιά της χνάρια η βροχή ξαναγύριζε κι ο άνεμος δυνάμωνε - απ' έξω έμοιαζε με θρυμματισμένο καθρέφτη αναγνώρισα το μέγαρο όπου κάποτε είχα παραβρεθεί σε επίσημο δείπνο ακριβώς αυτή την εποχή του χρόνου - η καμέλια χάνει τα πέταλά της γέμιζε τον κήπο - από την άλλη όμως θα μπορούσε κάποιος να περπατάει βδομάδες ολόκληρες στην πόλη να χτυπάει πόρτες και ποτέ να μη βρει το δίκιο του τα χείλη της κινούνται ψιθυριστά ρυθμικά ο προαστιακός είναι πιο γρήγορος οι διορατικοί νεωτεριστές πιστεύουν στον Ανώτερο Εαυτό η γυναίκα φαινόταν σαν αιωνίως ακίνητη το κραγιόν της έκανε να θέλω το χαμόγελό μου - κάθε νύχτα λοιπόν μια υποψία άγνωστου ιδρώτα περιτριγύριζε τα δωμάτια το μόνο που έμεινε ήταν η ανομολόγητη ανησυχία ότι η ανάμνηση ακόμα κι αυτή άρχιζε να χλομιάζει μόλις τις τελευταίες μέρες πριν φύγω από το σπίτι την έβλεπα για λίγο έβαζε ελάχιστο φαγητό στο δάχτυλο προσπαθώντας να εκπαιδεύσει τον Ηρακλή ποτέ δεν κρατάς τέτοιο μεγαλόσωμο σκυλί στα γόνατά σου - από μακριά έμοιαζε γκριζωπό μαξιλάρι - ωκεανός ή πυκνόφυλλο δάσος που κινείται με διάφορους ελιγμούς παλαιστής ετοιμόρροπος μέχρι να βγει στην αυλή τον ακολούθησα ταίριαζαν τα βήματά μας ένα-ένα άνοιξα κι έκλεισα την πόρτα στο σούρουπο ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ : .....κάτω βρέχει η θέση μας είναι  στο μουσείο 

2.
[το ίδιο βράδυ όπως και την άλλη μέρα ο νους της ήταν κολλημένος σ' αυτή την παράξενη ολβιότητα]- θλιβερή αγνότητα ψάχνει διασκέδαση στη ζωή ίδιες συνήθειες μπρος σε παραμορφωτικό καθρέφτη πιο τίμιο αντί να ζωγραφίζει κάποιος με χρώματα που δεν ένοιωσε - ο Ραφαήλ ήταν ύπουλος δολοπλόκος[4] το καινούριο αίσθημα αρκετά ακαθόριστο και μετέωρο σαν τις αναμονές σε σκιερούς λαβυρίνθους θα έπρεπε να κάνει συνεχείς παραχωρήσεις αν ήθελε να μείνει μαζί τους - άγαλμα άγαλμα σιωπή σιωπή - τα θηλυκά πουλιά δεν τραγουδάνε γι' αυτό και δεν πουλιούνται κι έτσι ξεκίνησε όλη η ιστορία : επέστρεφε με μια δυνατή και κρύα φθινοπωρινή βροχή που την έδερνε από παντού και την έκανε ν' αγκαλιάζει την ομπρέλα σφιχτά- Σάς προειδοποιώ είναι η τελευταία μέρα που παίζω το ρόλο του νέγρου εδώ μέσα - αυτό το ξεστόμισα ολόκληρο εγώ με την ύστατη δύναμη Ήθελα να μοιραστώ με κάποιον το θέαμα τα πουλιά και ο σκύλος χαϊδεύονταν δεν έριχνα ούτε ματιά στο καλοκαίρι μέχρι τη σκηνή του κοιμισμένου ζευγαριού καθώς διαλύεται Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ : ....είστε μεθυσμένος κύριέ μου και αναιδής ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ : ....καλά που σε βρήκα έχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δυο θα' ρθω αύριο [χαλασμένος ελεεινός τυχοδιώκτης]-/ Το πρώτο μεταπολεμικό καμπαρέ της πόλης για μάς καλύτερο από κάθε μουσείο χαριτολογεί με το παρελθόν της Βουδαπέστης του 20 Είμαι σίγουρος ότι άκουσα βροχή η θάλασσα έξω απ' το παράθυρο άνοιξε την πόρτα και με κοίταξε -Νομίζω έβρεχε χτές - είπε. Περιμένω. Πετώντας το σπίρτο μέσα στην άβυσσο και adieu Michaux[5]

Ξανασμίγουν όλοι θα υπάρχουν ένοικοι λευκές νύχτες θ' αγαπήσουμε στο φως Τη ΜΑΙΡΗ ΣΑΝΤΣΕΖ : .... - δεν είμαι μαύρη είμαι καφέ [επαναλαμβάνει στο άπειρο] -/ - Ήρθα για σάς μένω στην οδό Σέστιλαβότσναγια τρίτος όροφος μια λαϊκή πολυκατοικία της Αγίας Πετρούπολης
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ : .....σάς περίμενα ή μάλλον σάς περιμέναμε σύντροφε Γκολιάντκιν[6] Θα είστε ο Ένοικος- από σήμερα κιόλας [7]
-/ Με συγχωρείτε- είπα- μάλλον έχω κάνει λάθος ξέχασα τα πάντα τη γέφυρα Ισμαηλόφσκι τη Φοντάνκα την τωρινή μου κατάσταση και οι φανοστάτες ή η καυτερή μυρωδιά του καπνού που απαλύνει τα πράγματα σαν ομίχλη Είχε καταλάβει ότι την έβρισκα όμορφη και γι' αυτό μου δάνεισε το δεξί της χέρι μ' εκείνη την καμπύλη ψηλά στον ώμο - μπορούσα να νοιώσω ακόμα και την κίνηση των ποδιών της κάποιοι έλεγαν πως θα έχω μερτικό στα κέρδη άκουγα τον ήχο του ραδιοφώνου έπαιζε στο πίσω δωμάτιο η φωνή του εκφωνητή όπως οι προφήτες εν ερήμω η Μαίρη φορούσε γυαλιά πεταλούδα vintage - ποιος να ξέρει ;- αυτός ο άνθρωπος έξω τόσο αργά αν είναι Ένοικος θα έχω σωσία διαπερνάει με το μυωπικό του βλέμμα το μουσκεμένο τοπίο ο αέρας φαίνεται να δυναμώνει την καταθλιπτική μουσική αξιοθρήνητα Ακούει το τραγούδι Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ παρόμοια τύχη είχαν κι άλλες ενδιαφέρουσες μελωδίες μέσα του γεννιόταν όλο και πιο δυνατή η ανάγκη να υπερασπιστεί ο,τι χανόταν βιαστικά ο,τι αντιφατικά ανάμεικτα προξενούσε ανεξήγητη συστολή κρυμμένο προσεκτικά το χέρι της κάτω απ' το δικό μου αδιάβροχο κρατάει τόσο λίγο στη ζωή μιας γυναίκας η καμπύλη του ώμου της - δεν είχε προλάβει να κάνει αυτή τη σκέψη - τα ίδια λόγια ήταν η ανυπόφορη πραγματικότητα Λευκή Νύχτα που τελειώνει το ξημέρωμα σύντροφε Γκολιάντκιν- του λέω - με κάθε λέξη που αντήχησε ανέξοδη- θα πλημμυρίσουμε τα νερά ανεβαίνουν διαρκώς Μα τι καιρός ; Ελάτε μέσα Μουρμούρισε κάτι σαν απολογία Δεν ήταν μεσάνυχτα Δεν έβρεχε


ΤΕΛΟΣ

ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ :
[1]Ο σωσίας, βλ. σημ.[6]
[2][3] Truman Kapote, ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ ΔΟΥΛΕΙΑ, εισαγωγή-μτφρ. Ρούμπη Θεοφανοπούλου, η λέξη τ.38/1984 [στο τελευταίο βιβλίο του Καπότε, 1981, - με τίτλο Μουσική για χαμαιλέοντες, διηγήματα]
[4]Αλέξης Πανσέληνος, DOMAINE PUBLIQUE, η λέξη ο.π.
[5]πρφρ. στίχου του Henri Michaux από το Πότε θαρθείς / [βλ. επίσης το μικρό δοκίμιό του στο ίδιο τεύχος  ''Σκέψεις γύρω από το φαινόμενο της ζωγραφικής'' : Η θέληση, θάνατος της τέχνης] / εισαγωγή-μτφρ. Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, η λέξη ο.π.
[6]Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι, Ο σωσίας [2 τόμοι], μτφρ. Α. Ταμπουράς-Ε. Μίγδου, ΤΟ ΠΟΝΤΊΚΙ, 2007
[7] πρβλ. Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι - Λευκές Νύχτες

Δημοσίευση σχολίου