Το πραξικόπημα στη Χιλή το Σεπτέμβριο του 1973, όπως και όλα τα πραξικοπήματα, δεν θα μπορούσε να οργανωθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Στηρίχτηκε σε δομές που λειτουργούσαν για λογαριασμό του χρόνια πριν και καλλιεργούνταν με τις ευλογίες της CIA. Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «Το Δόγμα του Σοκ» εξηγεί : «Στα χρόνια που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος εκπαιδευτές από τις ΗΠΑ, πολλοί από τους οποίους ανήκαν στη CIA, είχαν φροντίσει να εμπνεύσουν παράφορο αντικομουνιστικό μένος στους στρατιωτικούς της Χιλής, πείθοντάς τους ότι οι σοσιαλιστές ήταν ντε φάκτο Ρώσοι κατάσκοποι, μια ξένη εχθρική δύναμη στους κόλπους της χιλιανής κοινωνίας, ένας αυτόχθων “εσωτερικός εχθρός”». (σελ. 108). 


Από την άλλη, η σοσιαλιστικού προσανατολισμού πολιτική του προέδρου Αλιέντε δυσαρεστούσε και τους μεγάλους επιχειρηματικούς κύκλους της χώρας: «Το Σεπτέμβριο του 1971, με τη συμπλήρωση ενός έτους θητείας του Αλιέντε, οι κορυφαίοι επιχειρηματίες της Χιλής συναντήθηκαν επειγόντως στην παραθαλάσσια πόλη Βίνια δεν Μαρ προκειμένου να χαράξουν μια συνεκτική στρατηγική για την αλλαγή του καθεστώτος. Σύμφωνα με τον Ορλάντο Σάενς, πρόεδρο της Εθνικής Ένωσης Κατασκευαστών (που τη χρηματοδοτούσαν γενναιόδωρα η CIA και πολλές από τις ξένες πολυεθνικές που επεξεργάζονταν τα δικά τους συνωμοτικά σχέδια στην Ουάσινγκτον), στη συνάντηση αποφασίστηκε ότι “η κυβέρνηση του Αλιέντε δε συνάδει με την ελευθερία στη Χιλή και με την ύπαρξη των ιδιωτικών επιχειρήσεων, και ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί το τέλος είναι η ανατροπή της κυβέρνησης”». (σελ. 102 – 103).


Το μόνο που απέμενε ήταν η συνεργασία στρατού και επιχειρηματιών να αναλάβει ενεργό δράση: «Οι επιχειρηματίες συγκροτήθηκαν σε μια “πολεμικά διαρθρωμένη οργάνωση”. Κάποιοι θα δρούσαν ως σύνδεσμοι με το στρατό, ενώ άλλοι, σύμφωνα με τον Σάενς, “θα προετοίμαζαν συγκεκριμένα προγράμματα που θα αντικαθιστούσαν τα κυβερνητικά και για τα οποία θα ενημερώνονταν συστηματικά οι ένοπλες δυνάμεις”». (σελ. 103). 


Φυσικά, αυτή η σύμπλευση του στρατού με τους επιχειρηματίες για την «ελευθερία» δεν άφησε ασυγκίνητα τα παιδιά από το Σικάγο που έδρευαν στο Καθολικό Πανεπιστήμιο: «Το Καθολικό Πανεπιστήμιο, η “στέγη” των Παιδιών του Σικάγου, αποτέλεσε το επίκεντρο για τη δημιουργία αυτού που η CIA αποκαλούσε “κλίμα πραξικοπήματος”. Πολλοί φοιτητές έγιναν μέλη της φασιστικής οργάνωσης Πατρίδα και Ελευθερία (Patria y Libertad), παρελαύνοντας στους δρόμους με το βήμα της χήνας, μιμούμενοι απροκάλυπτα τη χιτλερική νεολαία». (σελ. 102). 



Τα παιδιά από το Σικάγο στρατολογήθηκαν από τον Σάενς για να ετοιμάσουν το οικονομικό πρόγραμμα που θα ακολουθούταν μετά την ανατροπή του Αλιέντε: «Η ομάδα, με επικεφαλής τον απόφοιτο του Πανεπιστημίου του Σικάγου Σέρχιο δε Κάστρο και τον Σέρχιο Ουντουράγα, συνάδελφο του Σέρχιο δε Κάστρο στο Καθολικό Πανεπιστήμιο, πραγματοποιούσε μυστικές εβδομαδιαίες συνεδριάσεις στη διάρκεια των οποίων διατυπώνονταν λεπτομερείς προτάσεις για το πώς θα ανοικοδομούσαν τη χώρα βάσει των νεοφιλελεύθερων αρχών. Σύμφωνα με μια μεταγενέστερη έρευνα της Γερουσίας των ΗΠΑ, “πάνω από 75%” της χρηματοδότησης αυτής της “αντιπολιτευτικής ερευνητικής οργάνωσης” προερχόταν απευθείας από τη CIA». (σελ. 103). 



Τα πράγματα πλέον στη Χιλή είχαν μπει στην τελική τους ευθεία: «Για ένα διάστημα υπήρχαν δύο διακριτοί πόλοι στην προετοιμασία του πραξικοπήματος: Ο στρατός συνωμοτούσε για να εξοντωθούν ο Αλιέντε και οι υποστηρικτές του, ενώ οι οικονομολόγοι συνωμοτούσαν για να εξαλείψουν τις ιδέες τους». (σελ. 103). Αυτό που έμενε ήταν το μανιφέστο που θα πλαισίωνε και ιδεολογικά τους οικονομικούς χειρισμούς της χούντας. Τα παιδιά από το Σικάγο έπρεπε να αναλάβουν δράση αμέσως: «Καθώς το ρεύμα άρχισε να ευνοεί τη βίαιη λύση, ξεκίνησε ένας διάλογος ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, με τον Ρομπέρτο Κέλι, επιχειρηματία ο οποίος είχε σχέσεις με την εφημερίδα El Mercurio, που τη χρηματοδοτούσε η CIA, να ενεργεί ως ενδιάμεσος. Μέσω του Κέλι, τα Παιδιά του Σικάγου έστειλαν μια πεντασέλιδη σύνοψη του οικονομικού τους προγράμματος στο ναύαρχο που ήταν ο αρχηγός του ναυτικού. Το ναυτικό έδωσε τη συγκατάθεσή του και τα Παιδιά του Σικάγου άρχισαν να εργάζονται πυρετωδώς για να έχουν έτοιμο το πρόγραμμά τους όταν θα γινόταν το πραξικόπημα». (σελ. 103).



Το οικονομικό μανιφέστο της χούντας (δια χειρός παιδιών Σικάγο) ήταν η Βίβλος των ιδιωτικοποιήσεων: «Η έκτασης 500 σελίδων βίβλος τους, ένα λεπτομερές οικονομικό πρόγραμμα που θα καθοδηγούσε τη χούντα από τις πρώτες μέρες της, έγινε γνωστή στη Χιλή ως “το Τούβλο”. Σύμφωνα με μια μεταγενέστερη επιτροπή της Γερουσίας των ΗΠΑ, “συνεργάτες της CIA είχαν αναμειχθεί στην επεξεργασία του αρχικού συνολικού οικονομικού σχεδίου, το οποίο θα χρησίμευε ως η βάση για τις πιο σημαντικές οικονομικές αποφάσεις της χούντας”. Οχτώ από τους δέκα συγγραφείς του “Τούβλου” είχαν σπουδάσει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου». (σελ. 103 – 104). 

Η 11η Σεπτεμβρίου του 1973 θα είναι συνταρακτική για τους Χιλιανούς: «Ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοτσέτ και οι οπαδοί του αναφέρονταν συστηματικά στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 ως “πόλεμο” κι όχι ως “πραξικόπημα”. [… …] … ο Πινοτσέτ έλεγχε απόλυτα το στρατό, το ναυτικό, τους πεζοναύτες και την αστυνομία. Εξάλλου ο Πρόεδρος Αλιέντε είχε αρνηθεί να οργανώσει τους υποστηρικτές του σε ένοπλες ομάδες άμυνας, συνεπώς δε διέθετε δικό του στρατό. Η μοναδική εστία αντίστασης ήταν το Προεδρικό Μέγαρο (γνωστό ως Λα Μονέδα) και στέγες γειτονικών κτιρίων, καθώς ο Αλιέντε και ο στενός του κύκλος προσπαθούσαν θαρραλέα να υπερασπίσουν την έδρα της δημοκρατίας. Ήταν ένας άνισος αγώνας. Παρόλο που οι υποστηρικτές του Αλιέντε ήταν μόνο τριάντα έξι, ο στρατός εκτόξευσε εναντίον του μεγάρου είκοσι τέσσερις ρουκέτες». (σελ. 107 – 108). 

Η επικράτηση της χούντας ήταν πια γεγονός: «Με τον Αλιέντε νεκρό, τους υπουργούς του υπό κράτηση και χωρίς εμφανή μαζική αντίσταση, η μεγάλη μάχη της χούντας είχε τελειώσει μέχρι τα μέσα του απογεύματος. [… … … …] Οι στρατηγοί γνώριζαν ότι, για να παραμείνουν στην εξουσία, έπρεπε να τρομοκρατήσουν τους Χιλιανούς… Τις επόμενες μέρες περίπου 13.500 πολίτες συνελήφθησαν, στοιβάχτηκαν σε φορτηγά και οδηγήθηκαν σε φυλακές, σύμφωνα με μια αποχαρακτηρισμένη αναφορά της CIA. Χιλιάδες κατέληξαν στα δύο κυριότερα ποδοσφαιρικά γήπεδα του Σαντιάγο, το Στάδιο της Χιλής και το τεράστιο Εθνικό Στάδιο. Μέσα στο Εθνικό Στάδιο ο θάνατος αντικατέστησε το ποδόσφαιρο ως δημόσιο θέαμα. Κουκουλοφόροι καταδότες περιφέρονταν στις κερκίδες και υποδείκνυαν τους “υπονομευτές” στους στρατιώτες που τους συνόδευαν, οι οποίοι τους έσερναν στα αποδυτήρια και στα θεωρεία των επισήμων, που είχαν μετατραπεί σε αυτοσχέδιους θαλάμους βασανιστηρίων. Εκατοντάδες εκτελέστηκαν. Τα άψυχα σώματα εγκαταλείπονταν στα κράσπεδα μεγάλων αυτοκινητόδρομων ή κατέληγαν να επιπλέουν στα λασπωμένα κανάλια της πόλης». (σελ. 109). 

Η χούντα του Πινοσέτ ήταν η καταστροφή της Χιλής: «Πολύ σύντομα ολόκληρη η χώρα είχε λάβει το μήνυμα: Η αντίσταση ισοδυναμούσε με θάνατο. Παρόλο που ο πόλεμος του Πινοτσέτ ήταν μονόπλευρος, οι επιπτώσεις του ήταν εξίσου σημαντικές με εκείνες ενός εμφυλίου πολέμου ή μιας ξένης εισβολής. Συνολικά, περισσότεροι από 3.200 άνθρωποι εξαφανίστηκαν ή εκτελέστηκαν, τουλάχιστον 80.000 φυλακίστηκαν και 200.000 εγκατέλειψαν τη χώρα για πολιτικούς λόγους». (σελ. 109). 

Τα παιδιά από το Σικάγο όμως είχαν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένα: «Για τα Παιδιά του Σικάγου, η 11η Σεπτεμβρίου ήταν μια μέρα πυρετώδους αναμονής και υψηλής αδρεναλίνης. Τις προηγούμενες μέρες ο Σέρχιο δε Κάστρο μιλούσε συνέχεια στο τηλέφωνο με το σύνδεσμό του στο ναυτικό, διαβάζοντάς του σελίδα προς σελίδα το τελευταίο τμήμα του “Τούβλου” για να πάρει την τελική έγκριση. Τη μέρα του πραξικοπήματος αρκετά από τα Παιδιά του Σικάγου είχαν στρατοπεδεύσει στο τυπογραφείο της δεξιάς εφημερίδας El Mercurio. Υπό τους ήχους πυροβολισμών στους δρόμους, προσπαθούσαν να τυπώσουν εγκαίρως το “Τούβλο”, ώστε να είναι έτοιμο από την πρώτη μέρα που η χούντα θα άρχιζε να ασκεί την εξουσία. Ο Αρτούρο Φοντέν, ένας από τους εκδότες της εφημερίδας, θυμάται ότι τα πιεστήρια “δούλευαν ασταμάτητα για να τυπώσουν αντίτυπα αυτού του πολυσέλιδου εγγράφου”. Και τα κατάφεραν – έστω και την τελευταία στιγμή. “Πριν από το μεσημέρι της Τετάρτης 12 Σεπτεμβρίου 1973 οι στρατηγοί των ενόπλων δυνάμεων που είχαν αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα είχαν το Σχέδιο στα γραφεία τους”». (σελ. 110). 

Η Χιλή ήταν η μεγάλη ευκαιρία να εφαρμοστούν στην πράξη οι νεοφιλελεύθερες απόψεις του Φρίντμαν: «Οι προτάσεις στο τελικό κείμενο είχαν μια εντυπωσιακή ομοιότητα με εκείνες που υπάρχουν στο Capitalism and Freedom του Φρίντμαν: ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση και περικοπές κοινωνικών δαπανών – η αγία τριάδα της ελεύθερης αγοράς. [… … …] “Για εμάς, ήταν μια επανάσταση”, είχε δηλώσει ο Κριστιάν Λαρουλέτ, ένας από τους οικονομικούς συμβούλους του Πινοτσέτ. Πρόκειται για ένα δίκαιο χαρακτηρισμό. Η 11η Σεπτεμβρίου 1973 σηματοδότησε κάτι περισσότερο από το βίαιο τέλος της ειρηνικής σοσιαλιστικής επανάστασης του Αλιέντε: Ήταν η αρχή αυτού που το περιοδικό The Economist θα χαρακτήριζε αργότερα “αντεπανάσταση”, η πρώτη συγκεκριμένη νίκη στην εκστρατεία που διεξήγε η Σχολή του Σικάγου για να ακυρωθούν οι κατακτήσεις που είχαν επιτευχθεί χάρη στην οικονομική της ανάπτυξης και στον κεϊνσιανισμό». (σελ. 110). 

Τα «μεγάλα πνεύματα» του νεοφιλελευθερισμού βρισκόταν σε πελάγη ευτυχίας: «Ο Χοσέ Πινιέρα, απόφοιτος του Τμήματος Οικονομικών του Καθολικού Πανεπιστημίου και αυτοχαρακτηριζόμενος “Παιδί του Σικάγου”, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ όταν έγινε το πραξικόπημα. Μόλις έμαθε τα καλά νέα, επέστρεψε στην πατρίδα του “για να βοηθήσω να αναδυθεί μια νέα χώρα, αφοσιωμένη στο όραμα της ελευθερίας, μέσα από τις στάχτες της παλιάς”. Σύμφωνα με τον Πινιέρα, που έμελλε να γίνει υπουργός Εργασίας του Πινοτσέτ, επρόκειτο για “μια πραγματική επανάσταση, […] μια ριζική, ευρεία και αποφασιστική κίνηση προς την ελεύθερη αγορά”». (σελ. 111).


Φυσικά, τα παιδιά από το Σικάγο ήταν οι κύριοι σύμβουλοι του Πινοτσέτ: «… διόρισε αμέσως οικονομικούς συμβούλους του αρκετούς απόφοιτους του Σικάγου, συμπεριλαμβανομένου του Σέρχιο δε Κάστρο, ηγέτη των Παιδιών του Σικάγου και βασικού συγγραφέα του “Τούβλου”. Τους αποκαλούσε technos, δηλαδή “τεχνικούς”, κολακεύοντας έτσι τη ματαιοδοξία των Παιδιών του Σικάγου, που ισχυρίζονταν ότι η ανόρθωση μιας οικονομίας ήταν ζήτημα της επιστήμης και όχι υποκειμενικών ανθρώπινων επιλογών». (σελ. 112). 

Ο Πινοσέτ, εντελώς άσχετος με την οικονομία, υιοθέτησε αμέσως τις νεοφιλελεύθερες απόψεις των Παιδιών: «Παρόλο που ο Πινοτσέτ γνώριζε ελάχιστα πράγματα για τον πληθωρισμό και τα επιτόκια, οι technos μιλούσαν μια γλώσσα την οποία καταλάβαινε. Για εκείνους, τα οικονομικά ισοδυναμούσαν με δυνάμεις της φύσης τις οποίες πρέπει να σεβόμαστε και να υπακούμε, επειδή “το να δρας ενάντια στη φύση είναι αντιπαραγωγικό και γεννά αυταπάτες”, όπως εξηγούσε ο Πινιέρα. Ο Πινοτσέτ συμφωνούσε: Οι άνθρωποι, έγραψε κάποτε, πρέπει να υπόκεινται σε δομές, επειδή “η φύση μάς δείχνει ότι μια βασική τάξη και ιεραρχία είναι αναγκαία”. Αυτός ο αμοιβαίος ισχυρισμός ότι δρούσαν σύμφωνα με ανώτερους φυσικούς νόμους αποτέλεσε τη βάση της συμμαχίας του Πινοτσέτ με τα Παιδιά του Σικάγου». (σελ. 112). 

Η χούντα του Πινοσέτ ακολούθησε κατά γράμμα τις νεοφιλελεύθερες υποδείξεις: «Το πρώτο ενάμισι έτος ο Πινοτσέτ εφάρμοσε πιστά τους κανόνες της Σχολής του Σικάγου: Ιδιωτικοποίησε μερικές – αν και όχι όλες – από τις κρατικές επιχειρήσεις (συμπεριλαμβανομένων κάποιων τραπεζών), επέτρεψε νέες, υπερσύγχρονες μορφές χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας, άνοιξε τα σύνορα για τις εισαγωγές, καταργώντας τους φραγμούς που επί πολλά χρόνια προστάτευαν τους Χιλιανούς βιομήχανους, και περιέκοψε τις δημόσιες δαπάνες κατά 10% – με εξαίρεση το στρατό, όπου σημειώθηκε μια σημαντική αύξηση. Επιπλέον κατάργησε τον έλεγχο των τιμών – μια ιδιαίτερα τολμηρή ενέργεια σε μια χώρα όπου για δεκαετίες ρυθμιζόταν από το κράτος το κόστος βασικών αγαθών, όπως το ψωμί και το λάδι». (σελ. 112 – 113). 

Τα αποτελέσματα ήταν απολύτως χειροπιαστά: «Το 1974 ο πληθωρισμός άγγιξε το 335% – το υψηλότερο ποσοστό σε ολόκληρο τον κόσμο, σχεδόν διπλάσιο από το υψηλότερο επίπεδο που είχε φτάσει ο Αλιέντε. Το κόστος βασικών αγαθών, όπως το ψωμί, εκτινάχθηκε στα ύψη. Ταυτόχρονα, χιλιάδες Χιλιανοί είχαν μείνει χωρίς δουλειά, καθώς οι πειραματισμοί του Πινοτσέτ με το “ελεύθερο εμπόριο” είχαν ως αποτέλεσμα η χώρα να κατακλυστεί από φτηνά εισαγόμενα προϊόντα. Οι εγχώριες επιχειρήσεις έκλειναν, αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό, η ανεργία έφτασε σε επίπεδα – ρεκόρ, η πείνα αυξανόταν ανεξέλεγκτα». (σελ. 113). 

Τα παιδιά από το Σικάγο όμως δεν αποδέχονταν καμία ευθύνη: «Ο Σέρχιο δε Κάστρο και τα υπόλοιπα παιδιά του Σικάγου ισχυρίζονταν (με τον τυπικό τρόπο της Σχολής του Σικάγου) ότι το πρόβλημα δεν εντοπιζόταν στη θεωρία τους, αλλά στο ότι αυτή δεν εφαρμοζόταν με την αναγκαία αυστηρότητα. Η οικονομία δεν είχε καταφέρει να αυτοδιορθωθεί και να επιστρέψει σε μια αρμονική ισορροπία επειδή εξακολουθούσαν να υπάρχουν “στρεβλώσεις” έπειτα από μισό αιώνα κρατικής παρέμβασης. Για να πετύχει το πείραμα, ο Πινοτσέτ έπρεπε να διορθώσει αυτές τις στρεβλώσεις, πράγμα που σήμαινε περισσότερες περικοπές, περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, μεγαλύτερη ταχύτητα στην εφαρμογή τους». (σελ. 113). 

Εντωμεταξύ, άρχισαν να δυσφορούν και οι μεγάλοι επιχειρηματίες, που στην αρχή έκαναν ό,τι μπορούσαν για να οργανωθεί το πραξικόπημα: «Στη διάρκεια αυτού του διαστήματος πολλοί από τους κορυφαίους επιχειρηματίες της χώρας αγανάκτησαν με το ριψοκίνδυνο εγχείρημα των Παιδιών του Σικάγου να επιβάλουν έναν ακραίο καπιταλισμό. Οι μόνοι που επωφελούνταν ήταν οι ξένες εταιρείες και μια μικρή κλίκα επενδυτών γνωστών ως “πιράνχας”, οι οποίοι αποκόμιζαν τεράστια χρηματικά ποσά κερδοσκοπώντας. Οι βιομήχανοι, που είχαν υποστηρίξει με θέρμη το πραξικόπημα, βρίσκονταν τώρα αντιμέτωποι με το φάσμα της καταστροφής. Ο Ορλάντο Σάενς, ο πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Κατασκευαστών, ο οποίος είχε μυήσει τα Παιδιά του Σικάγου στη συνωμοσία για το πραξικόπημα, περιέγραψε τα αποτελέσματα του πειράματος ως “μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες στην οικονομική ιστορία μας”». (σελ. 113 – 114). 

Το μεγάλο νεοφιλελεύθερο πείραμα κινδύνευε με φιάσκο. Τώρα πια ήταν η ώρα των μεγάλων σταρ: «Το Μάρτιο του 1975 ο Μίλτον Φρίντμαν και ο Άρνολντ Χάρμπεργκερ, προσκεκλημένοι μιας μεγάλης τράπεζας, πέταξαν στο Σαντιάγο για να βοηθήσουν να σωθεί το πείραμα. Ο ελεγχόμενος από τη χούντα Τύπος υποδέχτηκε τον Φρίντμαν σαν να ήταν κάποιος σταρ της ροκ, ο γκουρού της νέας τάξης πραγμάτων. Οι ομιλίες του γίνονταν πρωτοσέλιδα, οι ακαδημαϊκές του διαλέξεις μεταδίδονταν από τη δημόσια τηλεόραση και έγινε δεκτός από τον πιο σημαντικό άνθρωπο της χώρας: Συναντήθηκε κατ’ ιδίαν με τον ίδιο το στρατηγό Πινοτσέτ». (σελ. 114).



Ο Φρίντμαν – υπερασπίζοντας βέβαια τα ιδανικά της «ελευθερίας» – είχε την τιμή να συμβουλεύσει προσωπικά το δικτάτορα. Το κακό ήταν ότι ακόμη κι ο Πινοσέτ δεν ήταν ιδιαίτερα αποφασιστικός στην εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων ιδεών του: «Μετά τη συνάντησή του με τον Πινοτσέτ ο Φρίντμαν κατέγραψε μερικά σχόλιά του, τα οποία θα δημοσιοποιούσε δεκαετίες μετά στα απομνημονεύματά του. Παρατηρούσε ότι ο στρατηγός “έβλεπε με συμπάθεια την ιδέα μιας θεραπείας σοκ, αλλά ήταν φανερό ότι τον στενοχωρούσε η πιθανή προσωρινή αύξηση της ανεργίας την οποία θα προκαλούσε”. [… … …] Ωστόσο συνέχισε να επιμένει, και σε μια επιστολή του μετά τη συνάντησή τους, αφού πρώτα εξύμνησε τις “εξαιρετικά σοφές” αποφάσεις του στρατηγού, παρότρυνε τον Πινοτσέτ να περικόψει ακόμα περισσότερο τις δημόσιες δαπάνες, “κατά 25% μέσα στους επόμενους έξι μήνες […] σε όλους τους τομείς”, και παράλληλα να υιοθετήσει ένα πακέτο φιλικών προς τις επιχειρήσεις πολιτικών, που θα οδηγούσαν στο “απόλυτα ελεύθερο εμπόριο”». (σελ. 114 – 115). 

Από κει και πέρα, όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχή για τη χιλιανή οικονομία: «Ο Φρίντμαν προέβλεπε ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που θα απολύονταν από το δημόσιο τομέα θα έβρισκαν δουλειά στον ιδιωτικό, ο οποίος πολύ σύντομα θα ανθούσε χάρη στις προσπάθειες του Πινοτσέτ να καταργήσει “όσο το δυνατόν περισσότερους από τους φραγμούς που σήμερα παρεμποδίζουν τη λειτουργία της ιδιωτικής αγοράς”. Ο Φρίντμαν διαβεβαίωνε το στρατηγό ότι, αν ακολουθούσε τη συμβουλή του, θα πιστωνόταν ένα “οικονομικό θαύμα”: Θα μπορούσε να “βάλει τέλος στον πληθωρισμό μέσα σε μερικούς μήνες”, ενώ το πρόβλημα της ανεργίας θα ήταν εξίσου “σύντομο – διάρκειας μηνών – και η ανάκαμψη θα ήταν γρήγορη”». (σελ. 115). 

Ο Πινοσέτ ακολούθησε τις οδηγίες του Φρίντμαν. Έδιωξε μάλιστα και τον υπουργό Οικονομικών που είχε κι έβαλε στη θέση του τον Σέρχιο δε Κάστρο, το καλύτερο παιδί από το Σικάγο. Αργότερα τον προβίβασε και σε υπουργό Οικονομίας. Φυσικά, όλα τα πόστα στελεχώθηκαν με ανθρώπους που επέλεγε ο δε Κάστρο. Τα παιδιά του Σικάγο βρίσκονταν στο απόγειο της δόξας. Όσο για τον Ορλάντο Σάενς, «που αντιδρούσε στις μαζικές απολύσεις και στο κλείσιμο των εργοστασίων, αντικαταστάθηκε από κάποιον που ήταν πιο δεκτικός στη θεραπεία – σοκ. “Αν υπάρχουν βιομήχανοι που διαμαρτύρονται, ας πάνε στο διάολο. Δε θα τους υπερασπιστώ”, ανακοίνωσε ο νέος πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Κατασκευαστών». (σελ. 115). 

Τώρα πια δεν υπήρχε η ελάχιστη αντίσταση: «Απαλλαγμένοι από όσους πρόβαλλαν αντιρρήσεις, ο Πινοτσέτ και ο Σέρχιο δε Κάστρο άρχισαν να απογυμνώνουν το κράτος πρόνοιας για να φτάσουν στην αγνή καπιταλιστική ουτοπία τους. Το 1975 περιέκοψαν τις δημόσιες δαπάνες κατά 27%, και συνέχισαν τις περικοπές, με αποτέλεσμα το 1980 αυτές να είναι οι μισές από όσες ήταν επί Αλιέντε. Η υγεία και η εκπαίδευση δέχτηκαν τα ισχυρότερα πλήγματα. Ακόμα και ο Economist, ένα περιοδικό που εξυμνεί την ελεύθερη αγορά, έγραψε ότι ήταν “ένα όργιο αυτοακρωτηριασμού”. Ο Σέρχιο δε Κάστρο ιδιωτικοποίησε σχεδόν πεντακόσιες κρατικές εταιρείες και τράπεζες, στην ουσία χαρίζοντας μερικές από αυτές, καθώς το ζήτημα ήταν να αποκτήσουν όσο το δυνατόν πιο σύντομα τη θέση που τους άρμοζε στην οικονομική τάξη πραγμάτων. Δεν έδειξε κανένα έλεος ούτε για τις εγχώρειες εταιρείες, καταργώντας ακόμα περισσότερους εμπορικούς φραγμούς, με συνέπεια να χαθούν 177.000 θέσεις εργασίας στη βιομηχανία μεταξύ 1973 και 1983. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η βιομηχανική παραγωγή ως ποσοστό της εθνικής οικονομίας είχε πέσει στα επίπεδα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου». (σελ. 115 – 116). 

Η Κλάιν θα καταθέσει κι άλλα στοιχεία: «Το πρώτο έτος της εφαρμογής της θεραπείας – σοκ η οικονομία της Χιλής συρρικνώθηκε κατά 15% και η ανεργία, που έφτανε μόνο στο 3% επί Αλιέντε, άγγιξε το 20%, ένα πρωτοφανές ποσοστό για τη Χιλή. Η “θεραπευτική αγωγή” προκάλεσε σπασμούς στη χώρα. Και, σε αντίθεση με τις αισιόδοξες προβλέψεις του Φρίντμαν, η κρίση της ανεργίας κράτησε χρόνια και όχι μήνες». (σελ. 117). Ο κόσμος έφτασε σε κατάσταση εξαθλίωσης: «Περίπου το 74% του μισθού διοχετευόταν μόνο στην αγορά ψωμιού, με συνέπεια οι οικογένειες να περικόπτουν “πολυτέλειες” όπως το γάλα και τα εισιτήρια των αστικών λεωφορείων για να πηγαίνουν στη δουλειά τους. Κι όλα αυτά ενώ την περίοδο της διακυβέρνησης του Αλιέντε το ψωμί, το γάλα και τα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών αντιστοιχούσαν στο 17% του μισθού ενός δημοσίου υπαλλήλου. Επιπλέον, πολλά παιδιά δεν είχαν πια τη δυνατότητα να πίνουν γάλα στο σχολείο, καθώς μια από τις πρώτες ενέργειες της χούντας ήταν να καταργήσει το πρόγραμμα διανομής γάλακτος στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αυτό σε συνδυασμό με την οικογενειακή οικονομική ανέχεια είχε ως αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερα παιδιά να λιποθυμούν στις τάξεις, ενώ πολλά σταμάτησαν να πηγαίνουν στο σχολείο». (σελ. 118). 

Παρόλα αυτά, η χούντα συνέχιζε να εφαρμόζει τις οικονομικές επιταγές της «ελευθερίας» του Φρίντμαν: «Απτόητη, η οικονομική ομάδα του Πινοτσέτ προχώρησε σε ακόμη περισσότερους πειραματισμούς, εφαρμόζοντας τις πιο τολμηρές πολιτικές του Φρίντμαν: Το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα αντικαταστάθηκε από κουπόνια φοίτησης σε ιδιωτικά ιδρύματα και από επιδοτούμενα ιδιωτικά σχολεία, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη παρεχόταν επί πληρωμή, τα νηπιαγωγεία και τα νεκροταφεία ιδιωτικοποιήθηκαν. Η πιο ακραία ενέργεια από όλες ήταν η ιδιωτικοποίηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Ο Χοσέ Πινιέρα, που εισήγαγε το πρόγραμμα, έχει δηλώσει ότι εμπνεύστηκε την ιδέα διαβάζοντας το Capitalism and Freedom». (σελ. 118 – 119). 

Η Κλάιν θα κάνει μια αναφορά στον Γκούντερ Φρανκ, μαθητή του Φρίντμαν που διαφώνησε κι έγινε οικονομικός σύμβουλος του Αλιέντε, θέτοντας το ζήτημα στην ορθή του βάση. «… υπήρχε άμεση σχέση ανάμεσα στις βάναυσες οικονομικές πολιτικές που είχαν επιβάλλει οι πρώην συμφοιτητές του και στη βία που είχε εξαπολύσει ο Πινοτσέτ. Οι συνταγές του Φρίντμαν ήταν τόσο στραγγαλιστικές, ώστε ο αποστάτης του Σικάγου να γράψει πως δεν μπορούσαν “να υλοποιηθούν ή να επιβληθούν χωρίς τα δύο στοιχεία στα οποία βασίζονταν: τη στρατιωτική ισχύ και την πολιτική τρομοκρατία”». (σελ. 118). 

Κι αυτός ακριβώς είναι ο πυρήνας της «ελευθερίας» του Φρίντμαν: η τρομοκρατία που θα αναγκάσει τον κόσμο να αποδεχτεί την ισχύ της. Και δε χρειάζεται κατ’ ανάγκη να καταφύγει κανείς στον Πινοσέτ. Ο οικονομικός εκβιασμός, η απειλή της χρεοκοπίας, η διαφθορά και η αδιαφάνεια των πολιτικών αποφάσεων μπορούν να παίξουν τον ίδιο ρόλο επίσης αποτελεσματικά. Το θέμα είναι να βρεθεί ο τρόπος, ώστε να αποδεχτεί ο λαός τη νέα τάξη πραγμάτων. Το σίγουρο είναι ότι η αγάπη του Φρίντμαν για την «ελευθερία» δεν έδειξε να ενοχλείται από τις μεθόδους του Πινοτσέτ: «Ο Φρίντμαν επικροτούσε. Όταν ρωτήθηκε από ένα δημοσιογράφο “αν το κοινωνικό κόστος αυτών των πολιτικών θα είναι υπερβολικό”, απάντησε: “Ανόητη ερώτηση”. Σε έναν άλλο δημοσιογράφο είπε: “Η μοναδική μου ανησυχία είναι αν θα επιμείνουν για όσο χρόνο και όσο σκληρά απαιτείται”». (σελ. 117). 

Τελικά, «το 1982, παρά την αυστηρή προσήλωση στο δόγμα του Σικάγου, η οικονομία της Χιλής κατέρρευσε: Το χρέος της πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, η χώρα βρέθηκε για άλλη μια φορά αντιμέτωπη με τον υπερπληθωρισμό και η ανεργία έφτασε στο 30% – ποσοστό δεκαπλάσιο από ό,τι επί Αλιέντε. Η βασική αιτία ήταν ότι τα “πιράνχας”, οι ιδιοκτήτες χρηματοοικονομικών εταιρειών τύπου Enron στις οποίες τα Παιδιά του Σικάγου είχαν επιτρέψει να δρουν ανεξέλεγκτα, είχαν αγοράσει τα περιουσιακά στοιχεία της χώρας με δανεικά χρήματα, δημιουργώντας ένα τεράστιο χρέος 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων». (σελ. 120). 

Το νεοφιλελεύθερο δόγμα οδήγησε τη Χιλή σε αδιέξοδο αποδεικνύοντας ότι δεν έχει καμία σχέση ούτε με την ανάπτυξη του κράτους ούτε με τις επενδύσεις ούτε με την ευημερία των πολιτών, αλλά με τις αρπακτικές διαθέσεις μιας ελάχιστης ελίτ, που απομυζεί τον εθνικό πλούτο: «Ο πόλεμος αυτός (που πολλοί Χιλιανοί δικαιολογημένα τον αντιμετωπίζουν ως έναν πόλεμο των πλουσίων εναντίον των φτωχών και της μεσαίας τάξης) είναι η πραγματική ιστορία του οικονομικού “θαύματος” της Χιλής. Μέχρι το 1988, όταν η οικονομία σταθεροποιήθηκε και άρχισε να μεγεθύνεται με γρήγορους ρυθμούς, το 45% του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας. Ωστόσο τα εισοδήματα όσων ανήκαν στο πλουσιότερο 10% των Χιλιανών είχαν αυξηθεί κατά 83%. Ακόμα και εν έτει 2007 η Χιλή παρέμεινε μια από τις κοινωνίες με τις μεγαλύτερες ανισότητες στον κόσμο (από τις 123 χώρες στις οποίες καταγράφουν στοιχεία για την ανισότητα στα Ηνωμένα Έθνη η Χιλή ήταν στην 116η θέση, δηλαδή όγδοη στην κατάταξη από άποψη ανισοτήτων)». (σελ. 121). 

Το πώς κατάφερε ο Πινοσέτ να επαναφέρει την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης πετυχαίνοντας το «οικονομικό θαύμα» της Λατινικής Αμερικής δεν έχει καμία σχέση με τις «φυσικές δυνάμεις» του νεοφιλελεύθερου δόγματος: «Η κατάσταση ήταν τόσο ασταθής, ώστε ο Πινοτσέτ υποχρεώθηκε να κάνει ό,τι ακριβώς είχε κάνει και ο Αλιέντε: να εθνικοποιήσει αυτές τις εταιρείες. Καθώς η οικονομία βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής, σχεδόν όλα τα Παιδιά του Σικάγου έχασαν τα κυβερνητικά τους αξιώματα, συμπεριλαμβανομένου του Σέρχιο δε Κάστρο. Πολλοί άλλοι απόφοιτοι του Σικάγου κατείχαν σημαντικές θέσεις στις χρηματοοικονομικές εταιρείες των “πιράνχας” και τέθηκαν στο μικροσκόπιο προανακριτικών ερευνών για απάτη, με συνέπεια να πέσει το προσεκτικά φιλοτεχνημένο προσωπείο της επιστημονικής ουδετερότητας, που διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στην ταυτότητα των Παιδιών του Σικάγου». (σελ. 120). 

Και η Κλάιν θα συμπληρώσει: «Το μόνο πράγμα που έσωσε τη Χιλή από την ολοκληρωτική οικονομική κατάρρευση στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ήταν το γεγονός ότι ο Πινοτσέτ δεν είχε ιδιωτικοποιήσει την Codelco, την κρατική εταιρεία εξόρυξης χαλκού, την οποία είχε εθνικοποιήσει ο Αλιέντε. Το 85% των εσόδων από τις εξαγωγές της Χιλής προερχόταν από αυτή την εταιρεία, κάτι που σήμαινε ότι, όταν έσκασε η χρηματοοικονομική “φούσκα”, το κράτος εξακολουθούσε να έχει μια σταθερή πηγή κεφαλαίων». (σελ. 120). 

Κι αν κάποιος αναρωτιέται τι θα μπορούσαν να λένε οι υποστηρικτές του νεοφιλελεύθερου δόγματος μετά τη Χιλή, η Κλάιν θα δώσει μια μικρή γεύση: «Ακόμα και τρεις δεκαετίες μετά, οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς εξακολουθούν να θεωρούν τη Χιλή απόδειξη ότι ο φριντμανισμός λειτουργεί. Όταν το Δεκέμβριο του 2006 πέθανε ο Πινοτσέτ (ένα μήνα μετά το Φρίντμαν), οι New York Times τον εκθείασαν επειδή “είχε μεταμορφώσει μια χρεοκοπημένη οικονομία στην πιο ευημερούσα της Λατινικής Αμερικής”, ενώ το κύριο άρθρο της Washington Post ανέφερε ότι “εισήγαγε τις πολιτικές της ελεύθερης αγοράς που δημιούργησαν το οικονομικό θαύμα της Χιλής”. Ωστόσο τα δεδομένα πίσω από το “θαύμα της Χιλής” εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο έντονων συζητήσεων». (σελ. 119 – 120). 

Κλασικό παράδειγμα της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας αποτελεί η στάση του (δήθεν μετριοπαθούς) Niall Ferguson στο βιβλίο του «Η εξέλιξη του χρήματος». Στο ζήτημα της ιδιωτικοποίησης της ασφάλισης των εργαζομένων από τον Πινιέρα γράφει: «Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν ενθουσιώδης. Ως το 1990 πάνω από το 70% των εργαζομένων είχε πραγματοποιήσει τη μεταστροφή προς το ιδιωτικό σύστημα. Ο καθένας έπαιρνε ένα αστραφτερό ολοκαίνουριο βιβλιάριο μέσα στο οποίο καταχωρούνταν οι εισφορές και οι αποδόσεις της επένδυσης. Ως το τέλος του 2006 περίπου 7,7 εκατομμύρια Χιλιανοί είχαν Προσωπικό Συνταξιοδοτικό Λογαριασμό· 2,7 εκατομμύρια είχαν επίσης κάλυψη από ιδιωτικούς υγειονομικούς φορείς, υπό το επονομαζόμενο “ σύστημα ISARPE”, το οποίο έδινε τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να αποσυρθούν από το σύστημα κρατικής υγειονομικής ασφάλισης υπέρ ενός ιδιωτικού παρόχου. Μπορεί να μην ακούγεται έτσι, όμως – μαζί με τις υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις που εμπνεύστηκαν οι άνθρωποι από το Σικάγο και τέθηκαν σε εφαρμογή επί Πινοσέτ – αυτό αντιπροσώπευσε μια τόσο μεγάλη επανάσταση, που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα από όσα είχε σχεδιάσει ο μαρξιστής Αλιέντε χρόνια πριν, το 1973». (Β΄ τόμος, σελ. 57).


Το ότι τελικά ο Πινοσέτ απομάκρυνε τα Παιδιά από το Σικάγο και προχώρησε σε εθνικοποιήσεις δεν απασχόλησε τον Ferguson. Ούτε οι χαοτικές ταξικές διαφορές που δημιουργήθηκαν φαίνεται να τον ενδιαφέρουν. Το μόνο που πραγματικά τον ενδιαφέρει είναι η υποστήριξη της γραμμής Φρίντμαν. Εξάλλου, κατά τον Ferguson πάντα, και για την δωδεκαετή παταγώδη αποτυχία του μοντέλου δεν ευθύνονταν οι θεωρίες από το Σικάγο: «… η μεταρρύθμιση έπρεπε να εισαχθεί σε κάποια περίοδο ακραίας οικονομικής αστάθειας, η οποία ήταν αποτέλεσμα της κοντόφθαλμης απόφασης να προσδεθεί το χιλιανό νόμισμα στο δολάριο, το 1979, τότε που φαινόταν πως ο δράκος του πληθωρισμού είχε σκοτωθεί. Όταν λίγο μετά, τα επιτόκια των ΗΠΑ αυξήθηκαν, η αποπληθωριστική πίεση βούτηξε τη Χιλή σε μια ύφεση που απειλούσε να εκτροχιάσει εντελώς την ταχεία Σικάγο – Χάρβαρντ. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 13% το 1982, δικαιώνοντας φαινομενικά τους κριτικούς της αριστερής πτέρυγας για τη “θεραπεία-σοκ” του Φρίντμαν. Μόνο προς τα τέλη του 1985 έγινε σαφές ότι η μεταρρύθμιση ήταν επιτυχής: οι μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική πρόνοια ήταν εξολοκλήρου υπεύθυνες για το 50% της μείωσης των συνολικών κρατικών δαπανών, από 34% του ΑΕΠ, σε 22%». (Β΄ τόμος, σελ. 57 – 58). 

Το ότι ακόμη και η αποτυχημένη σύνδεση του χιλιανού νομίσματος με το δολάριο ήταν επιλογή της χούντας δε χρειάζεται να τονιστεί, αφού ήταν ο «δράκος του πληθωρισμού» που έφερε την ευθύνη. Το γιατί πέρασαν τόσα χρόνια οικονομικής καταστροφής, ενώ ο Φρίνταμν υποσχόταν μερικούς μήνες, επίσης δε διευκρινίζεται. Όπως και το γιατί ο Πινοσέτ προχώρησε σε εθνικοποιήσεις προκειμένου να σώσει την κατάσταση. Η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα δε χρειάζεται να διευκρινίσει. Λίγη θολούρα οικονομικής ορολογίας είναι απολύτως αρκετή. Ο Ferguson (καθηγητής του Χάρβαρντ) δε θα αλλάξει τη συνταγή. 

Αυτό που πραγματικά εκπλήσσει όμως, είναι ότι επιχειρεί να παρουσιάσει τον Πινοσέτ ως προστάτη της δημοκρατίας, υποδηλώνοντας ότι τα Παιδιά από το Σικάγο άξιζε να ασχοληθούν μαζί του: «Άξιζε τον κόπο; Άξιζε το τεράστιο ηθικό στοίχημα που έβαλαν τα παιδιά από το Σικάγο και το Χάρβαρντ, να ανακατευτούν σε τέτοιες δουλειές με ένα δολοφόνο, βασανιστή στρατιωτικό δικτάτορα; Η απάντηση εξαρτάται από το αν νομίζετε ή όχι ότι αυτές οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στην προλείανση του εδάφους για την επιστροφή σε ένα σταθερό δημοκρατικό πολίτευμα στη Χιλή. Το 1980, μόλις επτά χρόνια μετά το πραξικόπημα, ο Πινοσέτ αναγνώρισε ένα νέο σύνταγμα το οποίο υπαγόρευε μια δεκαετή σταδιακή μετάβαση στο παλιό δημοκρατικό καθεστώς. Το 1990, έχοντας αποτύχει σε δημοψήφισμα σχετικά με την ηγεσία του, παραιτήθηκε από την προεδρία (αν και παρέμεινε επικεφαλής του στρατού για οκτώ επιπλέον έτη). Η δημοκρατία είχε αποκατασταθεί και από εκείνη τη στιγμή το οικονομικό θαύμα βρισκόταν σε εξέλιξη, βοηθώντας να διασφαλιστεί η επιβίωσή της». (σελ. 58). 

Με άλλα λόγια, υιοθετείται πλήρως η χουντική προπαγάνδα που έχει να κάνει με την εξυγίανση του τόπου. Η «διασφάλιση της επιβίωσης» της δημοκρατίας αφορούσε το δικτάτορα Πινοσέτ κι όχι τον δημοκρατικά εκλεγμένο Αλιέντε. Και βέβαια άξιζε τα Παιδιά από το Σικάγο να τον στηρίξουν. Τίποτε δε θα μπορούσε να σταματήσει «το ρεύμα των λαμπρών νέων Χιλιανών οικονομολόγων» (Β΄ τόμος, σελ. 54), όπως αποκαλεί ο Ferguson τους φοιτητές της Χιλής, που υποστήριζαν το δόγμα Φρίντμαν και περπατούσαν φασιστικά για να δείξουν την υποστήριξή τους στη χούντα – γεγονός που αποφεύγει να αναφέρει. 

Από την πλευρά του ο Νόαμ Τσόμσκι στο βιβλίο «Ισχύει ό,τι πούμε εμείς» θα σημειώσει την περίπτωση των Times, που θα παίξουν με τη σειρά τους το ρόλο του αβανταδόρου της χούντας: «Το άρθρο των Times αποφαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι μπορεί ο Πινοσέτ να μην ήταν και ο καλύτερος άνθρωπος, αλλά άφησε πίσω του μια καταπληκτικά ακμάζουσα οικονομία, με την καθοδήγηση των “Παιδιών από το Σικάγο”». (σελ. 90). Και θα συμπληρώσει: «Η αλήθεια όμως, και οι Times το ξέρουν […] είναι ότι τα “Παιδιά από το Σικάγο” όχι μόνο βασίστηκαν στον τρόμο για να διευθύνουν την οικονομία, αλλά επιπλέον προκάλεσαν και ύφεση στη χώρα, τη χειρότερη ίσως στην ιστορία της. Το 1982 χρειάστηκε παρέμβαση του κράτους για να μην καταρρεύσει ο ιδιωτικός τομέας. Η περίοδος Πινοσέτ συνολικά ήταν ολέθρια». (σελ. 90). 

Και προκειμένου να γίνουν τα πράγματα απολύτως κατανοητά ο Τσόμσκι προβαίνει σε μια υποθετική αντιστροφή αντιπαραβάλλοντας την 11η Σεπτεμβρίου του 1973 με την 11η Σεπτεμβρίου των Δίδυμων Πύργων: «Για να καταλάβεις καλύτερα τι συνέβη τότε, πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στη δική μας 11η Σεπτεμβρίου. Ας φανταστούμε ότι τα γεγονότα ήταν στην ίδια κλίμακα με αυτά που συνέβησαν στη Χιλή το 1973, στα οποία παίξαμε οργανικό ρόλο. Για να δεις ρεαλιστικά τις ομοιότητες, πρέπει να κάνεις αναγωγή στο συνολικό πληθυσμό, επειδή οι ΗΠΑ είναι πολύ μεγαλύτερη χώρα. Θα έπρεπε, λοιπόν, να φανταστείς, ότι στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 η Αλ Κάιντα βομβάρδισε το Λευκό Οίκο, σκότωσε τον πρόεδρο, προκάλεσε στρατιωτικό πραξικόπημα, δολοφόνησε 50.000 έως 100.000 πολίτες, βασάνισε 700.000, και εδραίωσε στην Ουάσινγκτον ένα κέντρο τρομοκρατίας, το οποίο θα υποκινούσε ή θα στήριζε παρόμοια στρατιωτικά πραξικοπήματα σε κάθε γωνιά του ημισφαιρίου και θα δολοφονούσε όποιον ήθελε, σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου. Φαντάσου, ακόμη, ότι έφερε ένα σωρό οικονομολόγους – ας τους ονομάσουμε “τα Παιδιά από το Κανταχάρ” – οι οποίοι γκρέμισαν την οικονομία, δοξάστηκαν και μετά γύρισαν πίσω και πήραν βραβεία Νόμπελ. Ας υποθέσουμε ότι όλα αυτά είχαν συμβεί. Θα είχαν αλλάξει τον κόσμο; Όλοι λένε ότι η δική μας 11η Σεπτεμβρίου άλλαξε τον κόσμο. Δεν είναι υποθέσεις, όμως. Αυτά συνέβησαν στις 11 Σεπτεμβρίου 1973». (σελ. 90 – 91). 

·                     Ναόμι Κλάιν: «Το Δόγμα του Σοκ, η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής», εκδόσεις Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2010.
·                     Νόαμ Τσόμσκι: «Ισχύει ό,τι πούμε εμείς, για την εξουσία των ΗΠΑ σ’ έναν κόσμο που αλλάζει», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα 2008.
·                     Niall Ferguson: «Η Εξέλιξη του Χρήματος, μια οικονομική ιστορία του κόσμου», Β΄ τόμος, εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, για λογαριασμό της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», Αθήνα.


Δημοσίευση σχολίου