'' Όστις κλέπτει τους πένητας, δανείζει τον Κύριον. Τάδε έφη Ζαρατούστρα''
ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΖΟΥΣ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ [Α*]

 "Ως Σάρκα Έρωτα εκτείνεται η Παγκόσμια Επανάσταση. Οι νίκες γαλβανίζουν τους απανταχού λαούς[......] Έκτοτε τα κοινοβούλια νομοθετούν τον Έρωτα και τη Δικαιοσύνη. Και τους δύο και τρεις χιλιόχρονους καημούς τους. Το Δίκαιο παντρεύεται τον Έρωτα. Ο Χριστός προχωρά πάνω στη Γη υψώνοντας παντού την κόκκινη σημαία. Ο Έρωτας τώρα ολικός καταργεί το Θάνατο. Καταργεί τον Καιρό [...]''
ΚΩΣΤΗΣ ΜΟΣΚΩΦ, ΕΡΩΤΑΣ ΚΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


......στήριξα την άκρη της λάμας στο στήθος, θα ήθελα να ήμουν κάποιος άλλος, η επιβίωση των πιο αναβλητικών υποχρεώσεων  - τουλάχιστον απόψε - πολλές φορές παγιδεύεται μια αχνή ηχώ για να δρομολογείται ένα ψέμα στις παρυφές του μυθιστορήματος που σε κάνει κυρίαρχο, καθώς απλώνεις τη γαλήνη ανάμεσα στα μάτια του πορτρέτου, - υπερσιβηρικές φαντασιώσεις,-  ίσως στο Βλαδιβοστόκ ο Μαγιακόφσκι να έχει ξεκινήσει τη νέα εξέγερση δίπλα στη διαλεκτική που αφιερώνει στο ιερό και το παράλογο- ή ο Λένιν ενώ κινδυνεύει τ' ανυπεράσπιστα μεσημέρια όταν προχωρεί τους πύρινους λόγους του σ' ένα βαγόνι β' θέσης, - απέχω 9288 χιλιόμετρα από τις νύχτες της Μόσχας κι από την άγνοια της άνοιξης 


- ανατέλλουν αφηρημένοι έρωτες ή κατεβαίνεις στα σκαλιά της πιο εγκόσμιας Επανάστασης, - στην προκατάληψη ότι όλα αρχίζουν μεμιάς - καμία ποίηση, κανένα πέπλο - ο Λαφάργκ,- ακόμα εκείνο το κόκκινο χρώμα της λάμπας με τη βουλιμία του ολόγιομου φεγγαριού στον Τοξότη, - ένα βλοσυρό απόγεμα θα διηγηθώ ακριβώς τι έγινε - όταν τα μάτια χάσουν τη λάμψη τους και περάσει η ήττα με το δικαίωμα στην οκνηρία και τον μαύρο πίνακα του Μάλεβιτς να ρίχνει το φως του ολόγυρα, - η Σχολή μας στο Βιτέμπσκ έζησε πολύ λίγα χρόνια και το μαύρο χρησίμευε να στοιχειώνει το Τσίρκο του Σαγκάλ ή να γίνεται φόντο αγγελικό, ο Λένιν αγαπούσε την πολιτικότητα της τέχνης ακόμα κι όταν δεν καταλάβαινε κάτι, είναι σαφές ότι μόνο οι κεφαλαιοκράτες απελευθερώνονται απ' την εργασία[1*][1α*], απ' την οποία οφείλει να ελευθερωθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα, - πάνω στην περσινή μου θαλπωρή ο κόσμος είναι μεγάλος όσο η λέξη που αργούσε μετανιωμένη στη γλώσσα, σαν τη γεύση στα χείλια που εγκαταλείπουν μια σκοτεινή ουλή ή ένα αίνιγμα που κρύφτηκε μόνο του στην πιο απόμερη γωνιά - δεν υπήρξε σοσιαλιστικός ρεαλισμός, υπήρχε η μεγάλη ουτοπία του ''αγαπητικού'' σοσιαλισμού στα κεφάλια των σουπρεματιστών από τότε που φέραμε τον Λένιν- όντας στη Ζυρίχη- να ηγηθεί την Επανάσταση, τους Στεναγμούς και την Ανατροπή, - ο Μάλεβιτς μου έγραφε τακτικά όταν άρχισαν να συλλαμβάνονται οι πρώτοι ουτοπιστές μετά το 24,- 


στη συσσώρευση χρήματος των τραπεζών κείται η εγγύηση στη τεμπελιά της μπουρζουαζίας, κάποτε πρέπει αυτή η ευδαιμονία να επιστρέψει στην εργατική τάξη, - τι να ζητούμε ολόγυμνοι στον άνεμο, ω, ιερή ουσία της βλασφημίας σ' ένα Παράδεισο που φρόντισε ο Δάντης στα μέτρα του, - ο Ντόριαν δε θυμήθηκε απλά αν σκότωσε τη Σύμπιλ, - κι όμως υπήρξε ως γεγονός[2*] ''αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης του χρήματος, ένα κομμάτι τεμπελιάς είτε αμνησίας'', - και φόνου, θα πρόσθετα - ο Μάλεβιτς μιλούσε απ' τα δικά του σκοτάδια - θυμόταν αρκετά από αυτά που σημείωνε ο Λαφάργκ στη φυλακή της Αγίας Πελαγίας ''σα να ξεχνάς τα πάντα'', ψιθύριζε, - '' στο μέλλον η γη θα σταματήσει να είναι η κοιλάδα των δακρύων μας'', όσοι απέσπασαν την πιο γοητευτική οκνηρία πρέπει να την επιστρέψουν ως κλεμμένο κέρδος της αποκλειστικά δικής μας χαράς,- κάποιο παράδοξο τέχνασμα καραδοκεί στις πλάτες, κανένας δεν μπορεί να εξηγήσει πώς γεννιόμαστε ή προς τα πού τα όνειρα δεν αφορούν τον ύπνο κυριεύοντας την ισχνή ηλικία του ανθρώπου, 


- η εικόνα της μηχανής θα εισχωρήσει στο Θρύλο της Θεότητας, η μηχανή θα είναι μέλος της θεϊκής Τελειότητας, η Οκνηρία θα κατακτήσει τη συνολική Ύπαρξη, - ψάχνω το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι για τους προλετάριους που επιστρέφουν αργά εγκαταλείποντας τους φανοστάτες - οι μέρες καταλήγουν σιωπηλές σαν κάτι να χρωστάει ο καιρός στα περιβόλια και τις μνήμες μας, - στάρι για τον λαβύρινθο που σκορπίζει τη σιωπή κρασί για τα ερέβη που ξέμειναν πίσω, - οι σπονδές μας, - η θάλασσα επιστρέφει στο στόχο της, στα παλιά καράβια που μιλάνε σαν ανδρείκελα ή ξεχύνονται απ' τις νύχτες - δεν άλλαξε τίποτε, 


ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : ....εμείς γνωριζόμαστε από τότε - [παύση] - την εποχή που ψάχναμε μιαν ασήμαντη πάροδο, ένα φτηνό οίκο ανοχής....
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : ......συναντούσαμε τους σωσίες μας σε άσεμνες στάσεις - μάς χαιρετούσαν μ' εχθρική αξιοπρέπεια αιώνων κι οι γυναίκες γύριζαν τις πλάτες σα να διόρθωναν τη μοίρα με κομμώσεις πρωτούφαντες - αλλάζαν εραστή
ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : ......και την άλλη μέρα εκστομίζαμε κάτι για την Επανάσταση στη γέφυρα Ισμαηλόφσκι - γι' αυτό δεν στηρίχτηκε κανείς στην ετυμηγορία μας, - κι όταν καπνίζαμε κρατούσαμε ανάλογη απόσταση όπως μια θερισμένη καλαμιά ή ένα δέντρο που στέρευε η σκιά του - είμασταν ύποπτοι


......αποφεύγοντας συνωμοσίες της λέξης- με ποιο τρόπο;; -, ή πάλι ακόμα μια νύχτα πιο τρομακτική απ' τη θάλασσα πώς ξεφτίζει σε υποσχέσεις - μεταξωτή σαν ερείπιο - κάπου παραβιάζεται η έρπουσα σιωπή, η προσπέλαση σ' οποιαδήποτε ευδαιμονία περιβάλλεται από απύθμενες απαγορεύσεις, μια ιδέα είναι λιγότερη κι από μια μιλιά νερό - στα γόνατα οι ρυτίδες γίνονται βαθιές και βρώμικες, όπως κανείς έρχεται στη ζωή για να φρενιάσει το ένστιχτο - έξη μερόνυχτα και περισσότερα από τις νύχτες της Μόσχας -, από κάθε εξέγερση, από κάθε ιερό, από κάθε παράλογο - στην αγαπητική οκνηρία όλοι στέκουν κάθε μέρα αντιμέτωποι με το θάνατο και την ευτοπία τους, εγώ κι Σαγκάλ είμαστε οι κάτοικοι του Τσίρκου που ονομάσαμε Σύμπαν - ο Παράδεισος που Χάθηκε του Μίλτον -, όταν σκοτώνεις τον εαυτό σου μπαίνεις εκεί που σε βλέπουν ακύμαντα, στέκεις παράμερα ακολουθώντας το αναμμένο κερί απ' τη γωνιά που σέρνεται στην άλλη ήπειρο, -
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ : .....το σύνορο σχοινοβατεί τα παρελθόντα χωρίς φυγή ή λησμοσύνη θα υπάρχεις - τα ταξίδια φιλοτεχνούν μονάχα τους την τέφρα ευλογώντας υπερσιβηρικούς και απουσίες - αυτή η μοναξιά δεν θα ξέρει τι συνέβη με ακρίβεια - [μικρή παύση]


ΦΙΟΝΤΟΡ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : .....στους παροπλισμένους συρμούς οι κλειδούχοι χαρίζουν φιλοφρονήσεις φτάνει ν' ανθίσουν τα φυλλοκάρδια των τρένων [μικρή παύση] - όλα γεννιούνται και στροβιλίζονται μακριά, - σαν την γυναίκα με τα κλεισμένα συρτάρια ενώ χαιρετίζει το αδυσώπητο σκορπίζοντας τη φρόνηση των άστρων, τη χαίτη των εποχών αφρόντιστη στην ησυχία του λεμονόδασους - έτσι ξερνάν το θάνατο σε νυφικά κρεβάτια που στρώνονται αναπάντεχα...
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ : .....θέλετε να εισέλθετε στο απόλυτο άδειο, νομίζω, τότε περάστε από δω, η απέχθεια των εχιδνών μάς οδηγεί αλάνθαστα στην ακύρωση - δεν υπάρχει βαθύτερη σιωπή είναι κείνη που επιβραβεύει την τελευταία φράση - μόλις χάνεται ο,τι συλλαβίζουμε με κόπο
ΦΙΟΝΤΟΡ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : ......οι ασπόνδυλοι διαθέτουν τα δικά τους εκμαγεία - μια βραχνή και άξεστη μοναξιά που τρομάζει και στο σπίτι περπατούν οι ίδιες σκιές [παύση]
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ : ......σαν κάποιος νάχει δώσει τα κλειδιά, κρυφά, στους καλεσμένους με τον πιο ανάρμοστο τρόπο
ΦΙΟΝΤΟΡ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : .....γυρίζοντας άπραγοι και με τις τσέπες γεμάτες πέτρες
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ :.....ή σπασμένες κραυγές [σκοτάδι]


....κι έπειτα βρίσκεσαι κάπου γυμνός σαν απάτη, σ' ένα δρόμο ασήμαντο - κι από κείνη τη στιγμή και μετά γινόμαστε άνθρωποι, αλλά το πεπρωμένο εξυφαίνεται ''κεκλεισμένων των θυρών'', αλλήθωρη απαγόρευση παράθυρο βαθύ όπως οι άχρηστες αποβάθρες, σώμα με μυστικά ατέλειωτα σαν τα κομοδίνα στις εντατικές των επαρχιακών νοσοκομείων κι άλλωστε τελευταία φορά που την είδα είχε μια όψη μοχθηρή, στημένες λοτταρίες ερώτων για να πουλιόμαστε γρήγορα σε κοντινούς θαμώνες προλέγοντας το αόριστο, έτσι όταν κοιτούσα στην πάροδο κατεβαίναν οι παλιές προσδοκίες απ' τον ουρανό, - ''Κυριε'', έλεγα, ''είναι καλύτερα που σ' αδίκησα εδώ και τόσους αιώνες, απ' το να άρω το Σταυρό σου με τόσο άνομο κι επιδέξιο τρόπο'' κι οι μέρες κυλούσαν ψάχνοντας στα παπούτσια των πεθαμένων τη Μεγάλη Απόφαση, γι' αυτό όταν συναντηθήκαμε είχαμε και μια παλιά φωτογραφία στα χέρια που έδειχνε φανερά όσους χλεύασε το καθεστώς τελείως ανέξοδα :
ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : ....τι εξαργύρωσαν;;
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : ....και τι πληρώσαν μες στο σούρουπο για να περάσουν απέναντι;;; [μικρή παύση]
ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : ......όπως εκείνος ο άλλος που έδειχνε το σημάδι στην πλάτη - τεράστιο σαν αλληλογραφία που δεν έφτανε ποτέ [μικρή παύση]
ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : ....κι ο σταθμάρχης μιλούσε λίγο περισσότερο απ' όσο έπρεπε, άλλωστε κάθε μυστικό έχει την καθυστέρησή του
ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : .....ή το τρένο που ακολουθούσε τον τυφλό κι έτσι άνοιξα την ομπρέλλα σαν τον στεναγμό του χαρτοκλέφτη [παύση]
ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : .....σαν τις συγνώμες που φτάνουν αδιάφορα γιατί όλα έχουν ειπωθεί κάτω απ' το απρόσμενο χιόνι
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : .....ή φεύγαμε βιαστικά μετά το ευχέλαιο για να προλάβουμε την εξέγερση...... [σκοτάδι-αυλαία]

                                                                                             

ΑΝΑΦΟΡΕΣ
[Α*], ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΖΟ'ΥΣ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, ΚΕΔΡΟΣ, μετφρ. Σωκρ. Καψάσκης, 1990
[1*], PAUL LAFARGUE, TO  ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΤΕΜΠΕΛΙΑ, ΡΟΕΣ, μτφρ. Ελισάβετ Λαλουδάκη, 2007 [Διαδίκτυο-pdf]
[1α*], ΚΑΖΙΜΙΡ ΜΑΛΕΒΙΤΣ, ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΗΝ ΤΕΜΠΕΛΙΑ, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Διαδίκτυο [σημειωματάριο κήπων]
[2*], OSCAR WILDE, ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΝΤΟΡΙΑΝ ΓΚΡ'ΕΥ, ΜΙΝΩΑΣ, μτφρ. Βασιλική Κοκκίνου

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*Ο Πωλ Λαφάργκ (Κούβα 1842 - Παρίσι 1911) ήταν γαμπρός του Καρλ Μαρξ (είχε παντρευτεί τη θυγατέρα του Λάουρα, μαζί με την οποία αυτοκτόνησε το 1911 για να αποφύγουν τα γηρατειά).- Διαδίκτυο


Δημοσίευση σχολίου