του Χρήστου Λάσκου
Η απάντηση στην ερώτηση του τίτλου είναι υπαρξιακής σημασίας. Μιλώντας για την Αριστερά, βέβαια, είναι αναγκαίο να βρούμε κριτήρια «ορισμού». Οπως και να έχει, πάντως, στον πυρήνα οποιουδήποτε ορισμού δεν μπορεί παρά να βρίσκεται το χειραφετητικό πρόταγμα και μαζί η τεκμηριωμένη πεποίθηση πως ο, υπερ-κυρίαρχος εδώ και κάποιες δεκαετίες, καπιταλισμός συνιστά άμεσο κίνδυνο για την ανθρωπότητα. Τόσο που η υπέρβασή του να είναι εκ των ων ουκ άνευ στόχος για οποιαδήποτε ριζοσπαστική πολιτική δύναμη –η παγκόσμια οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, η επιδεινούμενη διατροφική και ενεργειακή επισφάλεια, η προϊούσα κλιματική αλλαγή είναι δείκτες αυτής της ισχυρής ιδέας.
Πράγμα που σημαίνει πως η διεκδίκηση επιμέρους αιτημάτων, ενώ δικαίως συνεχίζει να αποτελεί ύλη της πολιτικής δράσης, όταν μεταπίπτει σε πρακτικά μοναδικό ορίζοντά της αποτελεί υπονομευτικό παράγοντα για τη χειραφετητική επιδίωξη. Για να το πω λίγο διαφορετικά, σε τέτοιες εποχές, ο πολύς «ρεαλισμός», η «προσεκτική και νουνεχής εκτίμηση του συσχετισμού» δεν είναι παρά ουσιαστική εγκατάλειψη του λόγου ύπαρξης της Αριστεράς.
Οπως με μεγάλη ακρίβεια το θέτει ο Μαρκ Φίσερ («Καπιταλιστικός ρεαλισμός. Υπάρχει άραγε εναλλακτική;», εκδόσεις futura), ο ρεαλισμός, ο καπιταλιστικός ρεαλισμός δηλαδή, περισσότερο από μια στάση των pro-capitalists ακροδεξιών, δεξιών και κεντροαριστερών μπιστικών του «ιδιωτικού τομέα» και της «ελεύθερης αγοράς» είναι μια διάχυτη ατμόσφαιρα, η οποία δρα σαν αόρατο φράγμα που οριοθετεί τη σκέψη και τη δράση. Είναι σύμπτωμα μιας εκτεταμένης αποικιοποίησης του βιόκοσμου, αλλά και του ίδιου του ασυνείδητου των ανθρώπων.
Σαν να λέμε, «[ο] “ρεαλισμός” εδώ είναι ανάλογος με την οπτική γωνία ενός καταθλιπτικού που πιστεύει πως κάθε θετική κατάσταση, κάθε ελπίδα, είναι μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση». Το έχουμε βιώσει εμείς στην Ελλάδα καλά όταν όλοι μας διαβεβαίωσαν πως όχι μόνο όσα ζούμε, δοθεισών των συνθηκών –και των «συσχετισμών», βεβαίως- είναι τα καλύτερα δυνατά, αλλά και πως, αν πραγματικά επιδιώκαμε οτιδήποτε άλλο, μας περίμενε η πιο κολασμένη «καταστροφή». Σωθήκαμε την τελευταία ώρα, επειδή η ηγεσία μας αποδείχτηκε υπεύθυνη. Οτιδήποτε άλλο ήταν όχι μόνο καταδικασμένο στην αποτυχία, ήταν ο Αρμαγεδδών «αυτοπροσώπως», η σύγκρουση των Γωγ και των Μαγώγ, χιόνι στην έρημο Μοχάβε και άλλα ακόμη, εξίσου βιβλικά. Ευτυχώς μας προέκυψε ρεαλισμός.
Δεν πρόκειται, ωστόσο, για ελλαδικό σύμπτωμα. Δεν αφορά, απλώς, τη δεδομένη δική μας ανεπάρκεια, ως ελληνική Αριστερά, να αναλάβουμε μια αποστολή που φανερά υπερέβαινε κατά πολύ τις προδιαγραφές μας. Ετσι κι αλλιώς, για να θυμηθώ τον Αναγνωστάκη, «στα ψέματα παίζαμε».
Οχι, δυστυχώς. Στην πραγματικότητα, η αποτυχία της Αριστεράς είναι δεδομένη, διεθνής, κοινή, πραγματική σταθερά της κατάστασης.
Οπως σημείωνε από καιρό ο Φρέντρικ Τζέιμσον, η δεκαετία του ’80 ήταν η περίοδος στην οποία ο καπιταλιστικός ρεαλισμός εγκαθιδρύθηκε ως ΤΙΝΑ. Τότε υπήρχαν ακόμη πολιτικές εναλλακτικές στον καπιταλισμό, τουλάχιστον κατ’ όνομα. Αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα είναι μια πολύ βαθύτερη, πολύ πιο διαβρωτική αίσθηση εξάντλησης, πολιτισμικής και πολιτικής στειρότητας, κατεξοχήν συνέπεια της τρομερής ήττας που υπέστη η επαναστατική ιδέα στον 20ό αιώνα.
Εδώ είμαστε. Και αυτό, πρωτίστως, καλείται το ριζοσπαστικό κίνημα να αντιμετωπίσει.
Τα σημάδια δεν είναι καθόλου ελπιδοφόρα. Για να μείνουμε μόνο στην ήπειρό μας, το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς ελάχιστα εμπνέει τον κόσμο της εργασίας. Η πρακτική του χαρακτηρίζεται εξαιρετικά αναποτελεσματική, για να χρησιμοποιήσω μια ήπια έκφραση, ενώ η στάση του όχι δεν είναι ριζοσπαστική κοινωνικά, αλλά μάλλον πλησιάζει στο να εμφανίζεται ψοφοδεής απέναντι στις κυρίαρχες δυνάμεις. Δεν είναι τυχαίο, από αυτήν την άποψη, πως μεγάλο τμήμα των λαϊκών τάξεων τείνει να εκπροσωπείται καλύτερα από ακροδεξιές έως αλλοπρόσαλλες δυνάμεις.
Η επίσημη Αριστερά της Ευρώπης θεωρείται από την κοινωνική πλειοψηφία καθεστωτική δύναμη, μέρος της ελίτ, έτοιμη να απολαύσει όλα τα προνόμια και τις εξουσίες που αυτή παρέχει στους ανθρώπους του. Είναι τόσο κραυγαλέα η απωθητικότητά της, που μαζικά τμήματά της, όπως η Ανυπότακτη Γαλλία, η Αριστερά των Ποδέμος και το πορτογαλικό Μπλόκο, βρίσκονται σε τριμερείς πρωτοβουλίες για να τραβήξουν σε άλλες κατευθύνσεις. Από την άλλη, η πιο ριζοσπαστική, εξωκοινοβουλευτική πτέρυγα βρίσκεται σε μια πορεία ραγδαίου κατακερματισμού.
Εχει, λοιπόν, μέλλον η Αριστερά; Ποιος ξέρει;
Αν είναι, πάντως, να έχει, προϋπόθεση είναι να επιβιώσει. Που σημαίνει, πριν απ’ όλα, στα καθ’ ημάς, η ανταγωνιστική Αριστερά, από την ελευθεριακή μέχρι την ποικίλη εξωκοινοβουλευτική και όσους αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ να δεσμευτούν στην αναδημιουργία ενός δημόσιου χώρου, στη βάση ενός πυκνού δικτύου κοινών πρωτοβουλιών. Με ορατότητα τέτοια που μόνο ένα ευρύ ενιαίο εγχείρημα μπορεί να εξασφαλίσει, δίνοντας αναφορά στις πολλές χιλιάδες ανθρώπων που ασφυκτιούν σε μια διαρκώς και πιο αβίωτη ζωή εργοδοτικού δεσποτισμού και στέρησης στοιχειωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Γίνεται; Αν δεν γίνεται, το μέλλον θα διαρκέσει υπερβολικά πολύ.

Δημοσίευση σχολίου