Του Θανάση Μπαντέ

Ο Nicholas Shaxson στο βιβλίο του «OFFSHORE, Τα Νησιά των Θησαυρών» ξεκαθαρίζει από την πρώτη κιόλας σελίδα: «Ο κόσμος των υπεράκτιων (offshore) κέντρων βρίσκεται παντού τριγύρω μας. Πάνω από το μισό παγκόσμιο εμπόριο περνά, τουλάχιστον στα χαρτιά, από φορολογικά καταφύγια. Πάνω από το ήμισυ όλων των τραπεζικών στοιχείων ενεργητικού και το ένα τρίτο των άμεσων ξένων επενδύσεων από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες δρομολογούνται μέσω υπεράκτιων κέντρων. […] Το 2010 το ΔΝΤ εκτιμούσε ότι η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού μόνο των μικρών νησιωτικών χρηματοπιστωτικών κέντρων ανέρχονταν συνολικά σε 18 τρισεκατομμύρια δολάρια – ποσό ισοδύναμο με το ένα τρίτο, περίπου, του παγκόσμιου ΑΕΠ. Και αυτό, σύμφωνα με το ΔΝΤ, μάλλον αποτελούσε υποεκτίμηση». (σελ. 31).
Ως προς το τι σημαίνει φορολογικό καταφύγιο, το Shaxson θα επιχειρήσει έναν γενικό ορισμό: «Δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς το τι είναι ένα φορολογικό καταφύγιο. Για να λέμε την αλήθεια, ο όρος είναι κάπως παραπλανητικός, μιας και αυτά τα μέρη δεν προσφέρουν μόνο διαφυγή από τη φορολογία· παρέχουν επίσης εχεμύθεια, διαφυγή από τις χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις και μια ευκαιρία να αψηφήσει κανείς τους νόμους και τους κανόνες άλλων επικρατειών, των χωρών όπου ζει ο περισσότερος κόσμος». (σελ. 32). Και συμπληρώνει: «Το ζητούμενο είναι να προσφέρουν διόδους διαφυγής από τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η ζωή στο πλαίσιο της κοινωνίας και η αποκόμιση ωφελημάτων από αυτή – τους φόρους, την υπεύθυνη χρηματοπιστωτική ρύθμιση, το ποινικό δίκαιο, το κληρονομικό δίκαιο και ούτω καθεξής. Αυτή είναι η βασική δραστηριότητά τους. Αυτό κάνουν». (σελ. 32).
Υποτίθεται ότι εξυπηρετούν τις πολυεθνικές εταιρείες στο ζήτημα της διπλής φορολόγησης: «Από την πλευρά της νομιμότητας, ένα σημαντικό ζήτημα είναι αυτό της λεγόμενης διπλής φορολόγησης. Έστω ότι μια αμερικανική πολυεθνική επενδύει σ’ ένα εργοστάσιο μεταποίησης στη Βραζιλία, αποκομίζοντας κέρδη στη συγκεκριμένη χώρα. Αν τόσο η Βραζιλία όσο και οι ΗΠΑ φορολογούσαν το ίδιο εισόδημα, χωρίς να επιτρέπουν να εκπίπτουν οι φόροι που πληρώνονται στην άλλη χώρα, η πολυεθνική θα φορολογούνταν δύο φορές για το ίδιο εισόδημα». (σελ. 51).
Τα κράτη έχουν υπογράψει συμφωνίες, ώστε να αποφευχθεί η διπλή φορολόγηση. Ο Shaxson παραλλάσσοντας το παράδειγμα της αμερικανικής πολυεθνικής που δρα στη Βραζιλία με μια ευρωπαϊκή που δραστηριοποιείται στην Αφρική καταδεικνύει ότι οι ασθενέστερες οικονομικά χώρες είναι εύκολο να αποποιηθούν τα φορολογικά τους δικαιώματα προκειμένου να μη χάσουν την επένδυση: «Στο πλαίσιο μιας τέτοιας συνθήκης, η αφρικανική χώρα μπορεί κάλλιστα να συμφωνήσει να μη φορολογήσει τα εταιρικά κέρδη που παράγονται στο εσωτερικό της – φοβούμενη ότι σε αντίθετη περίπτωση οι ευρωπαϊκής εταιρείες απλώς θα πάνε να επενδύσουν αλλού. Είναι σαφές ότι εδώ υπάρχει μια σχέση βασισμένη στην ισχύ». (σελ. 222).
Από κει και πέρα, το λόγο έχουν οι φορολογικοί παράδεισοι: «Ακόμα και με αυτή τη συνθήκη, ωστόσο, η ευρωπαϊκή εταιρεία δεν έχει λύσει ακόμα το πρόβλημά της. Μπορεί η συνθήκη να έχει εκμηδενίσει τη φορολογική επιβάρυνση επί των κερδών της στην Αφρική, αλλά αν στείλει αυτά τα αφορολόγητα κέρδη πίσω στην Ευρώπη, τις περισσότερες φορές θα φορολογηθούν εκεί. Στέλνει, λοιπόν, τα κέρδη σε μια τρίτη χώρα – γνωστή ως παράδεισο-αγωγό (conduit haven) ή εκ συνθήκης παράδεισο (treaty haven) – η οποία θα έχει υπογράψει ένα ευρύ δίκτυο συνθηκών, ανάμεσά τους και με την αφρικανική χώρα. Η συνθήκη αυτή θα διασφαλίσει ότι η αφρικανική χώρα δε φορολογεί το εισόδημα – ο δε εκ συνθήκης παράδεισος επίσης συμφωνεί να μη φορολογήσει τα κέρδη, λειτουργώντας ως εφαλτήριο για να σκάσουν μύτη στον ευρύτερο κόσμο τα κέρδη της εταιρείας, ακολουθώντας προσεκτικά χαραγμένες αφορολόγητες οδούς με αφετηρία την αφρικανική χώρα». (σελ. 222 – 223).

Το ανώτατο 0,1% των Αμερικανών φορολογουμένων είδε τον πραγματικό συντελεστή φορολογίας του να πέφτει από 60% το 1960 σε 33% το 2007, ενώ τα εισοδήματά του εκτινάσσονταν στα ύψη»

Πρόκειται για ένα δίκτυο χωρών, που επιτρέπει την αφορολόγητη κίνηση του χρήματος και μάλιστα σε καθεστώς απόλυτης εχεμύθειας. Μια πραγματική μαύρη τρύπα που εξαφανίζει τα κέρδη καθιστώντας αδύνατη τη φορολόγηση: «Οι παράδεισοι δικαιολογούν την ύπαρξή τους ισχυριζόμενοι ότι αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για την αποφυγή του προβλήματος της διπλής φορολόγησης και την εξομάλυνση των επενδυτικών ροών, αλλά υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να αποφευχθεί η διπλή φορολόγηση και για να διασφαλιστεί ότι οι επενδύσεις ρέουν προς τα εκεί όπου είναι απαραίτητες, ενώ […] το σύστημα αυτό έχει μια τεράστια επίπτωση: τη διπλή μη φορολόγηση. Σε αυτό το παράδειγμα τόσο η αφρικανική, όσο και η ευρωπαϊκή χώρα στερούνται νομίμως τα φορολογικά τους έσοδα – μια ευγενική προσφορά του υπεράκτιου συστήματος». (σελ. 223).

Βεβαίως, τα φορολογικά καταφύγια παρέχουν φορολογική προστασία μόνο στους ξένους. Η επιχειρηματολογία που στηρίζει τις offshore ζώνες βουβαίνεται, όταν η συζήτηση φτάνει στον ντόπιο πληθυσμό: «Το υπεράκτιο κέντρο αποτελεί στην ουσία ζώνη διαφυγής απόκάπου αλλού – και οι υπεράκτιες υπηρεσίες παρέχονται στους μη μόνιμους κατοίκους. Άρα ένα φορολογικό καταφύγιο μπορεί να προσφέρει μηδενικό φορολογικό συντελεστή στους μη μόνιμους κατοίκους που παρκάρουν εκεί τα λεφτά τους, αλλά να φορολογεί κανονικά τους μόνιμους κατοίκους του. Αυτός ο διαχωρισμός των μόνιμων και μη μόνιμων κατοίκων αποτελεί σιωπηρή παραδοχή του γεγονότος πως οι δραστηριότητές τους μπορεί να είναι επιζήμιες». (σελ. 33).
Και βέβαια, οι υπεράκτιες υπηρεσίες δεν απευθύνονται στον καθένα, που ενδεχομένως θα ήθελε να στείλει τις πενταροδεκάρες του, αλλά στους μεγάλους τζίρους της ελίτ, οι οποίοι μένουν αφορολόγητοι. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός ανάμεσα στο μικρομεσαίο έμπορο ή παραγωγό (που θα πληρώσει φόρους) και στις πολυεθνικές (που θα διαφύγουν) είναι βασικό μέλημα της «ελεύθερης» αγοράς, που κάνει ό,τι μπορεί για να ενισχύσει τα συμφέροντα των πολυεθνικών. Ο John Ralston Saul στο βιβλίο του «Πολιτισμός χωρίς Συνείδηση» σημειώνει: «Η εκπαίδευση που παρέχουν […] οι δομές των εν λόγω εταιρειών ελάχιστη σχέση έχουν με τον καπιταλισμό ή την ανάληψη κινδύνου. Αποτελούν μετενσαρκώσεις των βασιλικών μονοπωλίων του 17ου αιώνα. Είναι, αν θέλετε, μια σύγχρονη εκδοχή του μερκαντιλισμού. Όλα τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι οι μεγάλες αυτές πολυεθνικές, ανώνυμες εταιρείες, τις οποίες διοικούν οι μάνατζερ μάλλον παρά οι ιδιοκτήτες τους, επενδύουν ελάχιστα με βάση τη μακροπρόθεσμη προοπτική και, παράλληλα, διαθέτουν πενιχρά μόνο ποσά για την έρευνα και την ανάπτυξη». (σελ. 178).
Πέρα απ’ αυτό, η άνιση και άδικη φορολογική κατανομή αυξάνει το χάσμα των κοινωνικών ανισοτήτων συρρικνώνοντας όλο και περισσότερο τη μεσαία τάξη: «Στο μεταξύ, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο απειλεί τους πολιτικούς στις ΗΠΑ και σε άλλες μεγάλες οικονομίες με το “μπαστούνι” των υπεράκτιων κέντρων – “μη μας φορολογείται τόσο βαριά και μη μας υποβάλλετε σε τόσο αυστηρές ρυθμίσεις, ειδάλλως υπάρχουν και οι offshore” κραυγάζουν – και οι πολιτικοί στο εσωτερικό κάθε χώρας λιποψυχούν και χαλαρώνουν τους δικούς τους νόμους και ρυθμίσεις. Όσο συμβαίνει αυτό, οι δήθεν μη υπεράκτιες (onshore) επικράτειες αποκτούν όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά υπεράκτιων κέντρων, και στις μεγάλες οικονομίες το φορολογικό βάρος απομακρύνεται από το κινούμενο κεφάλαιο και τις εταιρείες, και καταλήγει στους ώμους των απλών ανθρώπων». (σελ. 52).
Τα στοιχεία που παρατίθενται είναι πλήρως διαφωτιστικά. «Το ανώτατο 0,1% των Αμερικανών φορολογουμένων είδε τον πραγματικό συντελεστή φορολογίας του να πέφτει από 60% το 1960 σε 33% το 2007, ενώ τα εισοδήματά του εκτινάσσονταν στα ύψη». […] «Όταν ο δισεκατομμυριούχος Γουόρεν Μπάφετ έκανε μια έρευνα στο γραφείο του ανακάλυψε ότι επιβαρυνόταν με το χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή από κάθε υπάλληλό του, συμπεριλαμβανομένης και της ρεσεψιονίστ. Συνολικά, οι φόροι δεν έχουν μειωθεί. Αυτό που, αντιθέτως, έχει συμβεί είναι ότι οι πλούσιοι πληρώνουν λιγότερα και όλοι οι υπόλοιποι έχουν υποχρεωθεί να καλύψουν τη διαφορά». (σελ. 52 – 53).
Ο Shaxson θα προσθέσει: «Φανταστείτε ότι βρίσκεστε στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς σας και βλέπετε καλοντυμένους ανθρώπους να περνούν σφαίρα από ένα ταμείο “προτεραιότητας” πίσω από ένα κόκκινο βελούδινο κορδόνι. Επίσης, στο δικό σας λογαριασμό υπάρχει ένα μεγάλο κονδύλι με την ονομασία “πρόσθετα έξοδα”, με το οποίο επιδοτούνται οι δικές τους αγορές. Ζητάμε συγγνώμη, λέει ο διευθυντής του σούπερ μάρκετ, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Αν δεν πληρώνατε το μισό λογαριασμό τους θα ψώνιζαν αλλού». (σελ. 35). Το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα: «Τα υπεράκτια κέντρα τα δημιούργησαν οι πλούσιες και πανίσχυρες ελίτ, έτσι ώστε να μπορούν να δρέπουν τα οφέλη της κοινωνίας χωρίς να πληρώνουν γι’ αυτά». (σελ. 35). Η Λιόνα Χέμσλεϊ αποτυπώνει πλήρως το πνεύμα της εποχής: «“Οι φόροι είναι για τα ανθρωπάκια” είναι η δήλωση για την οποία έγινε κάποτε διάσημη η Νεοϋορκέζα εκατομμυριούχος Λιόνα Χέμσλεϊ». (σελ. 34).
Από την άλλη, η απόλυτη εχεμύθεια που υπόσχονται οι υπεράκτιες ζώνες δε θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο και το οργανωμένο έγκλημα: «Όταν το 1931 ο Αλ Καπόνε καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή, ο συνεργός του, ο Μέγιερ Λάνσκι, γοητεύτηκε από τα σχέδια που αναπτύσσονταν τότε για να βγει το μαφιόζικο χρήμα εκτός ΗΠΑ προκειμένου να επιστρέψει ξεπλυμένο». [… … …]. «Ο Λάνσκι ξεκίνησε το 1932 με τον ελβετικό τραπεζικό τομέα, τελειοποιώντας τη μέθοδο του επαναδανεισμού. Πρώτα έβγαζε λεφτά από τις ΗΠΑ μέσα σε βαλίτσες, ή με μορφή διαμαντιών, αεροπορικών εισιτηρίων, τραπεζικών επιταγών, ανεξιχνίαστων μετοχών κομιστή ή οτιδήποτε άλλο. Τοποθετούσε τα χρήματα σε μυστικούς ελβετικούς λογαριασμούς, ενδεχομένως μέσω μιας Anstalt του Λιχνενστάιν (ανώνυμης εταιρείας με έναν μόνο μυστικό μέτοχο) για να εξασφαλίσει πρόσθετη εχεμύθεια. Στη συνέχεια, η ελβετική τράπεζα δάνειζε τα χρήματα σε έναν γκάνγκστερ στις Ηνωμένες Πολιτείες, και το χρήμα επέστρεφε στην πατρίδα καθαρό. Ο δέκτης μπορούσε, επίσης, να αφαιρέσει τις πληρωμές για τους τόκους του δανείου από το φορολογητέο επιχειρηματικό εισόδημα στις ΗΠΑ». (σελ. 150 – 151).
Ο Λάνσκι συνέχισε τις δραστηριότητές του στην Κούβα: «Το 1937 ο Λάνσκι είχε ήδη αρχίσει να ασχολείται με καζίνα στην Κούβα, έξω από τη δικαιοδοσία των φορολογικών αρχών των ΗΠΑ, και μαζί με τους φίλους του έστησαν εκεί μια επιχείρηση που περιελάμβανε τζόγο, ιππόδρομο και ναρκωτικά. Ουσιαστικά επρόκειτο για το υπεράκτιο κέντρο ξεπλύματος χρήματος της Μαφίας: μια “αντι-Ντίσνεϊλαντ”, όπως τη χαρακτήρισε ο συγγραφέας Τζέφρι Ρόμπινσον – “και το πιο διεφθαρμένο σημείο του πλανήτη”. Οι δεσμοί του Λάνσκι με τη δεξιά ηγεσία της Κούβας τροφοδότησαν τη βίαιη οργή που το 1959 οδήγησε τελικά στην εξουσία το Φιντέλ Κάστρο». (σελ. 151).
Ο Λάνσκι έμεινε ξεκρέμαστος. Έπρεπε να βρει άμεσα «την επόμενη Κούβα του, η οποία θα ήταν αρκετά μικρή και διεφθαρμένη ώστε να του δίνεται η δυνατότητα να εξαγοράσει την πολιτική ηγεσία, και αρκετά κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να μπορούν οι τζογαδόροι να πηγαινοέρχονται όποτε ήθελαν». [… …]. «Οι Μπαχάμες, ο παλιός ενδιάμεσος σταθμός των Βρετανών λαθρέμπορων που εφοδίαζαν με όπλα τις δουλοκτητικές πολιτείες του αμερικανικού Νότου, αποτελούσαν την ιδανική λύση. Ο Λάνσκι στρώθηκε στη δουλειά για να μετατρέψει αυτή τη βρετανική αποικία, όπου πλέον δέσποζε μια ολιγαρχία από διεφθαρμένους λευκούς εμπόρους που ήταν γνωστοί ως “Τα Παιδιά της Μπέι Στριτ”, στην υπ’ αριθμόν ένα επικράτεια εχεμύθειας για το βρόμικο χρήμα της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής». (σελ. 151).
Το οργανωμένο έγκλημα της Αμερικής είχε βρει το δικό του παράδεισο: «Ένα ασυνήθιστο υπόμνημα που έστειλε κάποιος κύριος Γ. Τζ. Χάλαντ, του Αποικιακού Γραφείου, προς έναν αξιωματούχο της Τράπεζας της Αγγλίας το 1961, ακριβώς τη στιγμή που Λάνσκι άρχιζε να διεκπεραιώνει εκεί μεγάλο όγκο εργασιών, δείχνει καθαρά πόση αμηχανία δημιούργησε εκείνη η πρώτη επαφή ανάμεσα στις ανώτερες τάξεις της Βρετανίας και το οργανωμένο έγκλημα της Αμερικής: “Θεωρούμε ότι αυτή [η μη πρόβλεψη ύπαρξης αποτελεσματικού ρυθμιστικού συστήματος] ίσως αποτελεί σοβαρή παράλειψη, μιας και είναι πασίγνωστο ότι η συγκεκριμένη επικράτεια, όπως και η Βερμούδα, προσελκύει κάθε είδους μάγους των χρηματοπιστωτικών, μερικές από τις δραστηριότητες των οποίων μπορούμε κάλλιστα να πιστεύουμε ότι θα πρέπει να ελέγχονται για λόγους δημοσίου συμφέροντος”. Το Λονδίνο δεν έκανε τίποτα». (σελ. 151 – 152).
Οι Μπαχάμες, ο παλιός ενδιάμεσος σταθμός των Βρετανών λαθρέμπορων που εφοδίαζαν με όπλα τις δουλοκτητικές πολιτείες του αμερικανικού Νότου, αποτελούσαν την ιδανική λύση.

Η αδράνεια του Λονδίνου επέτρεψε στο Λάνσκι να προχωρήσει ανενόχλητος το σχέδιό του: «Δύο χρόνια αργότερα, υπόμνημα του αποικιακού επιτρόπου Μ. Χ. Πάρσονς προς το σερ Ντένις Ρίκετ, Ιππότη του Σταυρού του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου, κατόχου του στρατιωτικού Σταυρού, προειδοποιούσε ότι ο λευκός, ρατσιστής υπουργός Οικονομικών των Μπαχαμών, Στάφορντ Σαντς, ο οποίος πρόσφατα είχε δωροδοκηθεί με 1,8 εκατομμύρια δολάρια από τους συνεργάτες του Λάνσκι, ήθελε να μετατρέψει την παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου σε κακούργημα». (σελ. 152).

Η πλήρης αδιαφάνεια είναι η τροφή του εγκλήματος. Ο Λάνσκι (μέσω του εξαγορασμένου υπουργού) θέλει να μετατρέψει τη διαφάνεια σε ποινικό αδίκημα. Όποιος θελήσει πληροφορίες από το τραπεζικό απόρρητο είναι εγκληματίας. Και μάλιστα κακουργήματος! Κι αν αυτά φαντάζουν παράλογα, αξίζει να επισημανθεί ότι ακριβώς το ίδιο ισχύει σήμερα στα νησιά Κέιμαν. Από την πλευρά του το Λονδίνο δε έφερε το παραμικρό εμπόδιο στο Λάνσκι: «Απ’ ό,τι φαίνεται, το Λονδίνο άναψε το πράσινο φως και ο Λάνσκι έστησε την αυτοκρατορία του». (σελ. 152).
Οι Μπαχάμες ήταν το άντρο της μαφίας. Εξαγορασμένη πολιτική σκηνή, πλήρες τραπεζικό ελεύθερο, τζόγος, ναρκωτικά κι ασύλληπτα κέρδη. Το κακό είναι ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο ντόπιος πληθυσμός δεν είναι ευχαριστημένος. Όπως και στην Κούβα, έτσι και στις Μπαχάμες ο κόσμος δεν ήταν διατεθειμένος να στηρίξει αυτή την κατάσταση: «… πολλοί ντόπιοι ήταν δυσαρεστημένοι. Το 1965 ο Λάιντεν Πίντλινγκ, ένας λαϊκιστής πολιτικός από τις Μπαχάμες, πέταξε το τελετουργικό σκήπτρο του ομιλητή από το παράθυρο του κοινοβουλίου στο δασκαλεμένο εκ των προτέρων πλήθος, σε μια εντυπωσιακή χειρονομία παραχώρησης εξουσίας στο λαό. Το 1967 εκλέχτηκε πρωθυπουργός βάσει ενός προγράμματος που μεταξύ άλλων ήταν εχθρικό προς τον τζόγο, τη διαφθορά και τις διασυνδέσεις των Παιδιών της Μπέι Στριτ με τη Μαφία. Ελάχιστοι αντιλήφθηκαν ότι ο Λάνσκι στήριζε και τον Πίντλινγκ. Τα καζίνα και η κατακλυσμένη από μαφιόζους υπεράκτια βιομηχανία συνέχιζαν να ακμάζουν». (σελ. 152).
Το λάθος έγινε το 1973 όταν ο Πίντλινγκ οδήγησε τις Μπαχάμες σε πλήρη ανεξαρτησία από την Αγγλία: «… οι συντελεστές του υπεράκτιου συστήματος άρχισαν να τις εγκαταλείπουν σωρηδόν». [… …]. «Όπως αποδείχθηκε, όμως, υπήρχε εκεί δίπλα ένας καθησυχαστικά βρετανικός τόπος, όπου οι ντόπιοι ήταν πολύ πιο φιλικοί: τα νησιά Καϊμάν. Και το χρήμα άρχισε να εισρέει εκεί». (σελ. 152 – 153).
Η Τράπεζα της Αγγλίας έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι της για να στηρίζει τα υπεράκτια κέντρα. Για την Αγγλία, όλες αυτές οι αποικίες που παρέμεναν διάσπαρτες ήταν μια μεγάλη ευκαιρία: «Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η εξαντλημένη Βρετανία διαπίστωσε ότι η διαχείριση της αυτοκρατορίας της, κάποτε πηγής τεράστιου κέρδους, γινόταν όλο και πιο δαπανηρή και δύσκολη, καθώς οι ντόπιοι άρχιζαν να ξεσηκώνονται ζητώντας ανεξαρτησία. Όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει μια διαφορετική, πιο δυσάρεστη ερμηνεία της απόφασης της Βρετανίας να μετατρέψει τις οιονεί αποικίες της σε επικράτειες εχεμύθειας. Τα αρχεία εξιστορούν με αρκετά συνεπή τρόπο πώς αναπτύχθηκαν οι φορολογικοί παράδεισοι: σιγά σιγά, κάποιο επιτήδειοι του ιδιωτικού τομέα άρχισαν να κάνουν κουμάντο μέσα σε μια ζώνη ακραίας ελευθερίας, με ελάχιστη αντίσταση από τη Βρετανία και τους δίχως πείρα απεσταλμένους της». (σελ. 153).
Με άλλα λόγια, η Βρετανία βρήκε την καινούρια της ταυτότητα μέσα στον κόσμο ή,  αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, τον τρόπο να αναπλάσει την αυτοκρατορία της με άλλο τρόπο. Αφού δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας αυτοκρατορίας τυπικής μορφής, θα μετατρεπόταν σε δύναμη που αποθηκεύει τον παγκόσμιο πλούτο προσφέροντας ακριβώς αυτά που ζητάνε οι άνθρωποι που τον κατέχουν: εχεμύθεια και αφορολόγητο. Η διαρροή του πλούτου που έγινε στις Μπαχάμες μετά την ανεξαρτητοποίησή της κατέστησε σαφές ότι οι επενδυτές θέλουν την Αγγλία ως εγγυήτρια δύναμη για να νιώθουν σιγουριά. Υπό αυτό το δεδομένο κανένας φορολογικός παράδεισος δε θέλει να αποκοπεί από τη μητέρα Αγγλία. Η περίπτωση του Τζέρσεϊ είναι απολύτως ενδεικτική: «Οι πλούσιοι φορολογικοί εξόριστοι του Τζέρσεϊ […] ενδιαφέρονταν πάντοτε πάρα πολύ για τη σχέση με τη Βρετανία. Όπως συμβαίνει και στα Νησιά Καϊμάν, η σχέση με τη μητρική χώρα εγγυάται  στους πλούσιους και στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ότι η Βρετανία θα παρέμβει σε περίπτωση που χρειαστεί, για να προστατέψει το φορολογικό παράδεισο από έξωθεν επιθέσεις. Τα λεφτά τους είναι ασφαλή στο Τζέρσεϊ». (σελ. 163).
Και ο υπεράκτιος κόσμος διογκώνεται: «Το Χονγκ Κονγκ – το οποίο ο Αμερικανός οικονομολόγος Μίλτον φρίντμαν έχει αποκαλέσει το μεγαλύτερο πείραμα οικονομικά φιλελεύθερου καπιταλισμού στον κόσμο – επρόκειτο να γίνει το νέο υπεράκτιο κόσμημα της Ασίας, προσελκύοντας πλούτο ως φορολογικός παράδεισος και δίοδος προς την Κίνα και την ευρύτερη περιφέρεια. Η Βρετανία ασκούσε την υψηλή εποπτεία, αλλά άφηνε πλήρη ελευθερία στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο». [… … … ….]. «Όταν το 1997 η Βρετανία το παρέδωσε στην Κίνα, η Κίνα διατήρησε το υπεράκτιο αυτό κέντρο ως “ειδική διοικητική ζώνη” και η βασική Νομοθεσία του Χονγκ Κονγκ καθορίζει ότι θα απολαμβάνει “σημαντικό βαθμό αυτονομίας” από την Κίνα σε όλα τα ζητήματα, με εξαίρεση τις εξωτερικές σχέσεις και την άμυνα. Η ομοιότητα με την αμφιλεγόμενη σύνδεση Βρετανίας – Τζέρσεϊ, ή Βρετανίας – Καϊμάν, δεν είναι συμπτωματική». (σελ. 164).
Η κούρσα της απορρύθμισης έχει πλέον ξεκινήσει δυναμικά: «… οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι, με πληθυσμό που δε φτάνει ούτε τους 25.000 κατοίκους, φιλοξενούν πάνω από 800.000 εταιρείες…». (σελ. 39). Και βέβαια το Σίτι του Λονδίνου κάνει χρυσές δουλειές: «Διοχετεύουν στο Σίτι του Λονδίνου πολύ μεγάλες ποσότητες χρηματοδοτικών κεφαλαίων: μόνο στο δεύτερο τρίμηνο του 2009 το Ηνωμένο Βασίλειο δέχτηκε από τρία Εξαρτημένα Εδάφη του Στέμματος καθαρά χρηματοδοτικά κεφάλαια ύψους 332,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το προωθητικό υλικό της Jersey Finance το λέει ξεκάθαρα: “Το Τζέρσεϊ” αναφέρει “αποτελεί προέκταση του Σίτι του Λονδίνου”. Η κτήση του Γκέρνσεϊ, κοντά στο Τζέρσεϊ, περιλαμβάνει άλλους υποπαραδείσους, όπως το νησί Σαρκ, γνωστό κάποτε για το διαβόητο σύστημα φοροδιαφυγής με την ονομασία “Sark Lark” (“τρελίτσες στο Σαρκ”). Τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων εταιρειών του Σίτι έφταναν με κότερα στο Σαρκ, γευμάτιζαν, έκαναν τάχα ότι συνεδρίαζαν ίσα ίσα για να μαρκάρουν τα σχετικά κουτάκια στα έντυπα των βρετανικών ρυθμιστικών αρχών, κι επέστρεφαν μεθυσμένα στο Λονδίνο». (σελ. 42).
Φυσικά, το Σίτι βρίσκεται πίσω και από το Χονγκ Κονγκ: «Παρά τον κινεζικό έλεγχο, τα συμφέροντα του Σίτι του Λονδίνου διατηρούν ενεργό συμμετοχή, αν μη τι άλλο μέσω της μεγαλύτερης τράπεζας της Βρετανίας, της HSBC – της Hong Kong & Shanghai Banking Corporation. Γνωστή στους αποικιακούς κύκλους με το χαϊδευτικό “Honkers & Shankers” (σε πολύ ελεύθερη μετάφραση “Χονκ Κονγκέζοι και Σανγκαϊνοί”), το Μάρτιο του 2010 η HSBC μετέφερε την έδρα του διευθύνοντος συμβούλου της από το Λονδίνο στο Χονγκ Κονγκ, έτσι ώστε να αντανακλά τη μετατόπιση του επίκεντρου των δραστηριοτήτων. Αν και το Χονγκ Κονγκ αναπτύσσεται γρήγορα, εξακολουθεί να αποτελεί σχετικό μικρό παράγοντα του υπεράκτιου κόσμου: το 2007 οι καταθέσεις μη μόνιμων κατοίκων ανέρχονταν σε 149 δις δολάρια, μόλις το ένα δέκατο των 1,7 τρισεκατομμυρίων των Καϊμάν». (σελ. 164).
Η Βρετανία βρήκε τον τρόπο να εκμεταλλεύεται τις παλιές της αποικίες ξαναφέρνοντας την αυτοκρατορία από το παράθυρο. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που δε θα δεχόταν ποτέ να μπει στο Ευρώ. Ο Bernard Connolly στο βιβλίο του «Η Σάπια Καρδιά της Ευρώπης» είναι σαφής: «Το Λονδίνο είναι ένα τόσο επιτυχημένο χρηματοπιστωτικό κέντρο, επειδή προσφέρει το κατάλληλο περιβάλλον για τις αγορές που φιλοξενεί. Οι αγορές αυτές είναι η επιτομή του καπιταλισμού – είτε αρέσει σε κανέναν αυτό είτε όχι. Θα πέθαιναν από ασφυξία μέσα στο χώρο ενός ενιαίου νομίσματος». (σελ. 622).
Το Σίτι πρωταγωνίστησε (και πρωταγωνιστεί) στη δημιουργία και την εκμετάλλευση των φορολογικών παραδείσων: «Τη δεκαετία του 1960 αυτού του είδους οι υπεράκτιες διαρροές ήταν σχετικά περιορισμένες σε σύγκριση με σήμερα. Οι κινήσεις του κεφαλαίου ελέγχονταν αυστηρά, η φορολογία ήταν υψηλή και οι ευρωαγορές μεγάλωναν γρήγορα, παρέμεναν ωστόσο ακόμα μικρές. Η χρυσή εποχή του καπιταλισμού βρισκόταν στο απόγειό της». [… …. ….]. «Παρόλο που η αλλαγή πλησίαζε και η Βρετανία καλλιεργούσε την Ευρωαγορά του Λονδίνου και άρχιζε να στήνει τον μετα-αυτοκρατορικό ιστό της αράχνης, στις Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούσαν να υπάρχουν σημαντικοί και ισχυροί πολέμιοι του υπεράκτιου συστήματος. Μετά τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση, η Γουόλ Στριτ, με τη δύναμή της αμβλυμμένη μέσα σε μια μεγάλη και διαφοροποιημένη βιομηχανική οικονομία, διέθετε σχετικά μικρή πολιτική επιρροή για να ασκήσει βέτο ενάντια σε προοδευτικούς νόμους τύπου Νιου Ντιλ. Αντιθέτως, η θέση του Σίτι του Λονδίνου, στο επίκεντρο της εξαπλωμένης  σε όλο τον κόσμο βρετανικής αυτοκρατορίας, του έδινε το ειδικό πολιτικό βάρος που ήταν απαραίτητο για να σαμποτάρει κάθε βρετανική εκδοχή του Νιου Ντιλ». (σελ. 176 – 177).
Από κει και πέρα, ο ανταγωνισμός μετατράπηκε σε αγώνα απορρύθμισης για το ποιος θα γίνει δελεαστικότερος στο κεφάλαιο. Πολυεθνικές που δε θέλουν να φορολογηθούν, λεφτά που προέρχονται από το έγκλημα, πολιτικές μίζες, πάσης φύσεως λαδώματα, όλα γίνονται δεκτά χωρίς ενοχλητικές ερωτήσεις. Χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να ανοίξει κανένα λογαριασμό. Είναι το «κατάλληλο περιβάλλον για τις αγορές» που εκθείαζε ο Connolly. Η Αμερική γρήγορα προσαρμόστηκε στον ανταγωνισμό με το Σίτι. Πέρα από τους πολλούς φορολογικούς παραδείσους που φιλοξενεί μέσα στο έδαφός της προχώρησε και σε άλλες τραπεζικές καινοτομίες: «Το 2005 οι τράπεζες είχαν πλέον το ελεύθερο να δέχονται τα προϊόντα μιας μακράς λίστας εγκλημάτων που διαπράττονταν εκτός συνόρων, ανάμεσά τους η διακίνηση λαθρομεταναστών, ο εκβιασμός, η στέρηση ελευθερίας για χρέη και η δουλεία. Η αποκόμιση κερδών από το έγκλημα είναι νόμιμη, αρκεί αυτό καθαυτό το έγκλημα να προκύπτει εκτός συνόρων. Μερικά απ’ αυτά τα παραθυράκια έχουν πλέον κλείσει, και οι ΗΠΑ έχουν νόμους που αντιμετωπίζουν κάποιααπό τα υπόλοιπα, αν και συχνά μόνο με περιστασιακό, ατελή τρόπο». (σελ. 178).
Τα υπεράκτια κέντρα είναι η ιδανική συνθήκη για να υποθάλψει το έγκλημα. Ο καπιταλισμός αρχίζει και παίρνει εξαιρετικά επικίνδυνη πορεία: «Τα συμφέροντα των βαρόνων του εγκλήματος, των υπηρεσιών πληροφοριών, των πλούσιων Αμερικανών και των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών συνέκλιναν ακόμα περισσότερο στα υπεράκτια κέντρα. Το σύστημα επιτελούσε ταυτόχρονα δύο μετασχηματισμούς: βοηθούσε τις εγκληματικές οργανώσεις να μιμούνται τις νόμιμες επιχειρήσεις και ενθάρρυνε τις νόμιμες επιχειρήσεις να φέρονται σαν εγκληματικές οργανώσεις». (σελ. 182).
Είναι αυτό που ο Connolly αποκάλεσε «επιτομή του καπιταλισμού». Ο Shaxson συνεχίζει: «Αν και οι βιομηχανικές εταιρείες ενδιαφέρονταν κυρίως για τη φορολογία (και οι τράπεζες ενδιαφέρονταν για τις χαλαρές χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις) και όχι για την εγκληματικότητα, οι μεγάλες φαμίλιες του αμερικανικού εγκλήματος ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένες με την πολιτική ομπρέλα που είχαν απλώσει οι εταιρείες και οι κατάσκοποι πάνω από την υπεράκτια παιδική χαρά τους. Η δε εχεμύθεια πρόσφερε με τη σειρά της στους διευθυντές των μεγάλων εταιρειών εκπληκτικές νέες δυνατότητες για δωροδοκία, κατάχρηση εμπιστευτικής πληροφόρησης και απάτη. Ένα νέο, φιλικό προς το έγκλημα περιβάλλον δημιουργούνταν για τον αμερικανικό καπιταλισμό. Δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε τις διαστάσεις αυτής της εγκληματικότητας». (σελ. 182).
Και βέβαια, οι υπεράκτιες υπηρεσίες δεν απευθύνονται στον καθένα, που ενδεχομένως θα ήθελε να στείλει τις πενταροδεκάρες του, αλλά στους μεγάλους τζίρους της ελίτ, οι οποίοι μένουν αφορολόγητοι.

Ο William C. Gilmore στο βιβλίο του «Βρόμικο Χρήμα» αναφέρεται στη διάσκεψη η οποία έγινε στο Στρασβούργο στα τέλη Νοεμβρίου και στις αρχές Δεκεμβρίου του 1994 με θέμα «Το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος σε χώρες που διανύουν το μεταβατικό στάδιο», όπου μεταξύ άλλων συζητήθηκε και η περίπτωση δύο Τσετσένων αδερφών, που έφτασαν στην Αγγλία το 1992 έχοντας περίπου 5 εκατομμύρια δολάρια κι άλλα πέντε εκατομμύρια μάρκα σε ρευστό. Μετά τη δολοφονία τους το Φεβρουάριο του 1993 ο προϊστάμενος των ερευνών Charles Hill αποκάλυψε: «Σημαντικού ύψους καταθέσεις μετρητών έγιναν σε μια μεγάλη βρετανική συμψηφιστική Τράπεζα και σ’ ένα αμερικανικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο Λονδίνο. Επίσης ανοίχτηκαν λογαριασμοί για εταιρείες-βιτρίνες στις Μπαχάμες και στις βρετανικές Παρθένους Νήσους [… …]. Με τηλεγραφούμενες μεταβιβαστικές πληρωμές ανοίχτηκαν κι άλλοι λογαρισμοί στο Χόλυγουντ, στη Βιέννη, στην Αγία Πετρούπολη, στη Λευκωσία, στη Μόσχα, στη Βαρσοβία, στο Παρίσι και στο Μπουργκάς, μια μικρή πόλη στις βουλγαρικές ακτές προς τη Μαύρη Θάλασσα. Ανάμεσα σε μερικούς από τους λογαριασμούς αυτούς διακινήθηκαν χρήματα στο όνομα εταιρειών – βιτρινών, ενώ κάποιοι λογαριασμοί δεν παρουσίασαν ποτέ καμία κίνηση…». (σελ. 216).

Ο William C. Gilmore θα παραθέσει κι ακόμη ένα ενδιαφέρον στοιχείο: «… ο προϊστάμενος του Τομέα Οικονομικού Εγκλήματος της Εθνικής Εγκληματολογικής Υπηρεσίας της Βρετανίας επισήμανε σε μια ομιλία του το Νοέμβριο του 1994 ότι τα κεφάλαια που διακινούνται μέσω του βρετανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης πιστεύεται ότι σχετίζονταν με τέσσερις κατηγορίες δραστηριοτήτων: τη γενική εγκληματικότητα, την πώληση όπλων, πολυτίμων μετάλλων και ραδιενεργών ουσιών, τη μυστική αφαίρεση κεφαλαίων του Κομμουνιστικού Κόμματος και το ξέπλυμα, με σκοπό την αγορά και την πώληση εξοπλισμού υψηλής τεχνολογίας». (σελ. 218).
Η σύνδεση του εγκλήματος με τις υπεράκτιες υπηρεσίες είναι σχεδόν αυτονόητη. Ο Shaxson θα γίνει καταιγιστικός: «Σκοτώθηκε Ρώσος ολιγάρχης σε μυστηριώδη συντριβή ελικοπτέρου; Λαθρεμπόριο όπλων με παραλήπτες τρομοκρατικές οργανώσεις; Επεκτείνονται οι μαφιόζικες αυτοκρατορίες; Υπεράκτιο σύστημα. Μόνο η βιομηχανία ναρκωτικών αποφέρει ετήσιο τζίρο 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως, ποσό διπλάσιο από τις πετρελαϊκές εξαγωγές της Σαουδικής Αραβίας». (σελ. 206).
Κι ο κατάλογος του Shaxson για τέτοιου είδους δραστηριότητες είναι πολύ μακρύς. Έχουν όμως ενδιαφέρον και οι αναφορές που κάνει στις πολυεθνικές εταιρείες: «Χρηματοπιστωτική απορρύθμιση και παγκοσμιοποίηση; Το υπεράκτιο σύστημα βρίσκεται στο επίκεντρο της υπόθεσης… Άνοδος των κεφαλαίων ιδιωτικών επενδύσεων (private equity) και των κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνων (hedge fund); Υπεράκτιο σύστημα. Υπόθεση Enron; Υπόθεση Parmalat; Υπόθεση Long Term Capital Management; Υπόθεση Lehman Brothers; Υπόθεση AIG; Υπεράκτιο σύστημα. Οι πολυεθνικές εταιρείες δε θα είχαν αποκτήσει σε καμία περίπτωση τέτοιο μέγεθος και τέτοια δύναμη χωρίς τους φορολογικούς παραδείσους. Η Goldman Sachs είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό δημιούργημα του υπεράκτιου συστήματος. Και κάθε μεγάλη οικονομική καταστροφή από τη δεκαετία του 1970 και μετά, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με το υπεράκτιο σύστημα». (σελ. 206).
Θα έλεγε κανείς ότι το υπεράκτιο σύστημα είναι η καρδιά του νεοφιλελευθερισμού. Γι’ αυτό και οι ζώνες των offshore παραδείσων πρέπει να ελέγχονται διοικητικά. Δεν είναι να παίζει κανείς μ’ αυτά τα πράγματα: «Στα Καϊμάν το πιο ισχυρό πρόσωπο είναι ο Κυβερνήτης, που διορίζεται από την Αυτή Μεγαλειότητα τη Βασίλισσα. Ο Κυβερνήτης (πάντα άντρας μέχρι στιγμής) προΐσταται ενός υπουργικού συμβουλίου από ντόπιους, οι οποίοι εκλέγονται από τους συντοπίτες τους, αλλά έχουν αρκετά περιορισμένες πραγματικές εξουσίες. Ο Κυβερνήτης ασχολείται με την άμυνα, την εσωτερική ασφάλεια και τις εξωτερικές σχέσεις· διορίζει τον Επίτροπο της Αστυνομίας, τον Επίτροπο Παραπόνων, το γενικό Ελεγκτή, το Γενικό Εισαγγελέα, το δικαστικό σώμα και άλλους ανώτατους λειτουργούς. Ανώτατο εφετείο είναι το Ανακτοβούλιο (Privy Council) του Λονδίνου. Η Μ16, η μυστική υπηρεσία πληροφοριών της Βρετανίας, έχει εντονότατη παρουσία εκεί – όπως και η CIA και άλλες υπηρεσίες πληροφοριών. Τα Καϊμάν είναι το πέμπτο μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό κέντρο στον κόσμο και στα μητρώα τους είναι εγγεγραμμένες 80.000 εταιρείες, ενώ φιλοξενούν πάνω από το 75% των μεγαλύτερων κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνων (hedge funds) στον κόσμο, καθώς και καταθέσεις ύψους 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων – τετραπλάσιες από τις καταθέσεις στις τράπεζες της Νέας Υόρκης. Κατά τα άλλα, […] είχαν έναν κινηματογράφο». (σελ. 43).
Για τον Shaxson οι φορολογικοί παράδεισοι είναι η πεμπτουσία της πιο χυδαίας οπισθοδρόμησης: «Όπως οι Ευρωπαίοι ευγενείς παγίωναν τις ανυπόλογες δυνάμεις τους χτίζοντας κάστρα, για να υποτάσσουν καλύτερα τους γύρω χωρικούς και να τους αποσπούν φόρο υποτέλειας, έτσι και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έχει συνασπιστεί σε αυτούς τους οχυρωμένους κόμβους της ανυπόλογης πολιτικής και οικονομικής ισχύος, αιχμαλωτίζοντας το ντόπιο πολιτικό σύστημα και μετατρέποντας αυτές τις επικράτειες σε γρήγορες και ευέλικτες ιδιωτικές νομοπαρασκευαστικές μηχανές, που φυλάσσονται από έξωθεν παρεμβάσεις και απολαμβάνουν την προστασία που προσφέρουν η συναίνεση του κατεστημένου και η κατάπνιξη κάθε διαφωνίας». (σελ. 249).
Το τελικό συμπέρασμα απολύτως σαφές: «Το offshore δεν είναι μόνο τόπος, ιδέα, μέθοδος επίτευξης στόχων ή, αν προτιμάτε, όπλο για το χρηματοπιστωτικό τομέα. Είναι καιδιεργασία: μια κούρσα προς τον πάτο, στο πλαίσιο της οποίας οι ρυθμίσεις, οι νόμοι και τα σύμβολα της δημοκρατίας υποβαθμίζονται σταθερά, καθώς ο ένας διακανονισμός εποστρακίζεται από το ένα οχυρό του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στην επόμενη επικράτεια και το υπεράκτιο σύστημα εισδύει σταθερά όλο και πιο πέρα, όλο και πιο βαθιά στις onshore επικράτειες. Οι φορολογικοί παράδεισοι έχουν γίνει οι πολιορκητικοί κριοί της απορρύθμισης». (σελ. 249).
Όσο για το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα της αποδοτικότητας που εξασφαλίζεται από τις υπεράκτιες ζώνες, ο Shaxson φαίνεται να έχει μάλλον καυστική διάθεση: «Οι φορολογικοί παράδεισοι ισχυρίζονται ότι καθιστούν τις παγκόσμιες αγορές πιο “αποδοτικές”. Αλλά το σύστημα που περιγράφω είναι έντονα μη αποδοτικό. Κανείς δεν έχει παράγει μια καλύτερη ή φθηνότερη μπανάνα. Αντιθέτως, έχουμε δει μια μεταφορά πλούτου. Αυτές οι ακούσιες κρατικές επιδοτήσεις προς τις πολυεθνικές επηρεάζουν την πραγματική τους παραγωγικότητα με τον ίδιο τρόπο που γενικά την επηρεάζει κάθε ακούσια επιδότηση: τη μειώνουν». [… … … … …]. «Οι εταιρείες και τα κεφάλαια δε μεταναστεύουν εκεί όπου είναι παραγωγικότερες, αλλά εκεί όπου μπορούν να εξασφαλίσουν τις καλύτερες φορολογικές συνθήκες. Δεν υπάρχει τίποτε αποδοτικό σε όλα αυτά. Και δεν αφορούν, βέβαια, μόνο τις μπανάνες. Πολλά από τα τρόφιμα στο σπίτι σας, τα έπιπλα και τα ρούχα σας θα έχουν ακολουθήσει μια παρόμοια στριφογυριστή διαδρομή για να φτάσουν σ’ εσάς. Το νερό της βρύσης σας μπορεί να έχει ακολουθήσει μια μυστηριώδη υπεράκτια διαδρομή· η τηλεόρασή σας και τα εξαρτήματά της δίχως άλλο ακολούθησαν μια εξίσου αλλόκοτη εικονική πορεία – όπως και πολλά από τα προγράμματα που δείχνει. Ο υπεράκτιος κόσμος μάς ζώνει από παντού». (σελ. 38 – 39).

Nicholas Shaxson: «OFFSHORE, Τα Νησιά των Θησαυρών, πώς οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι ενώ οι υπόλοιποι πληρώνουν όλους τους φόρους», εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Αθήνα 2011.
William C. Gilmore: «Βρόμικο Χρήμα, η ανάπτυξη μέτρων για ν’ αντιμετωπιστεί το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος», εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα 1999.
John Ralston Saul: «Πολιτισμός χωρίς συνείδηση», εκδόσεις ΡΟΕΣ, Αθήνα 2001.
Bernard Connolly: «Η σάπια καρδιά της Ευρώπης», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, σειρά: βιβλιοθήκη των ιδεών, Αθήνα 1997. 

Δημοσίευση σχολίου