Γράφει η Ειρήνη Νικολάου
Εγωισμός: Η υπερβολική αγάπη του ατόμου προς τον εαυτό του, με ταυτόχρονη τάση να υποβάλει το συμφέρον των άλλων, στο δικό του.
Αγάπη: Ένα συναίσθημα έντονης στοργής και προσωπικής αφοσίωσης, με ανιδιοτελή χαρακτήρα.
Όπως μπορούμε να δούμε, βασιζόμενοι στην ορολογία την οποία προσδίδει ένα κοινό λεξικό, η αγάπη και ο εγωισμός δεν είναι δύο έννοιες οι οποίες μπορούν να ταυτιστούν. Ζούμε σε μίαν εποχή πολύ δοτική. Όλα προσφέρονται και γίνονται αποδεκτά πολύ εύκολα. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να μην δίνουν αξία στους διπλανούς τους, καθώς βλέπουν πόσο εύκολο είναι να βρουν αμέσως αντικαταστάτη. Βάζοντας σε πρώτο πλάνο τον εγωισμό και την υπεροψία, προτιμούμε να χάνουμε ανθρώπους από κοντά μας, παρά να κάνουμε στην άκρη το «εγώ» μας.
«Δεν είναι κακό να νομίζει ο άνθρωπος ότι έχει κατιτίς δικό του. Είναι φυσικό να αγαπάει κανείς τον εαυτό του, όμως ο εγωισμός πρέπει να κατακρίνεται. Δηλαδή, όχι το να αγαπάς απλώς τον εαυτό σου, αλλά το να τον αγαπάς περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει.». Τα λόγια του Αριστοτέλη, μας αποδεικνύουν πως από την αρχαιότητα ακόμη, η ζυγαριά που μετρούσε από τη μία τον εγωιμό κι από την άλλη όλα τ’ άλλα, βασάνιζε τους ανθρώπους από τότε που υπάρχει ο χρόνος.
Συναντάς παντού βασανισμένους ανθρώπους, ανθρώπους που πόνεσαν, γιατί αυτοί που αγάπησαν, είχαν μάθει από μικροί, να μη δίνουν την αγάπη πίσω, να μην την επιστρέφουν. Άνθρωποι που πόνεσαν επειδή χρησιμοποιήθηκαν, τη στιγμή που νόμισαν πως αγαπήθηκαν. Στην εποχή μας, οι άνθρωποι αναλώνονται σε εφήμερες σχέσεις, πίνουν τα βράδια γι’ αυτό, πνίγουν τη δυστυχία τους μέσα σε οτιδήποτε άλλο, παρά σ’ αυτό που θα ‘πρεπε. Άνθρωποι που δεν τολμούν να πουν όσα νιώθουν και φοβούνται να διεκδικήσουν. Άνθρωποι, που ξέρουν πως θα καταλήξουν σε μία συμβατική ζωή, με μία συμβατική σχέση και θα είναι για πάντα πλασματικά ευτυχισμένοι.
Χωρίς να αντιλαμβανόμαστε πως περισσότερο χάνουμε, παρά κερδίζουμε, μαθαίνουμε να φερόμαστε στους ανθρώπους σα να είναι κάτι διερχόμενο, κάτι περαστικό. Μαθαίνουμε να τους φερόμαστε σα να είναι μία στάση στη ζωή μας κι όχι ένας προορισμός. Κι όταν αναφερόμαστε σε αυτούς τους ανθρώπους, μιλάμε πάντα για όσους νοιάστηκαν πραγματικά για μας. Για όσους έκλαψαν με τη δυστυχία μας, για όσους χάρηκαν με τη χαρά μας και για όσους μας σεβάστηκαν γι’ αυτό που είμαστε, χωρίς να κοιτούν κάθε δευτερόλεπτο τον εαυτό τους. Ευτελίζουμε τις λέξεις, χρησιμοποιώντας τες αγόγγυστα, προκειμένου να επιτύχουμε τον όποιο σκοπό μας, τη στιγμή που θα έπρεπε να πασχίζουμε να χτίσουμε στέρεες φιλίες και σχέσεις.
Οι άνθρωποι έγιναν ευτελείς για μας, που προκειμένου να περάσει η άποψή μας και το «θέλω» μας, τους εκμηδενίζουμε και ψάχνουμε αμέσως για κάτι καινούριο, ακόμη κι αν δεν είναι το κάτι καλύτερο. Συμβιβαζόμαστε στη δυστυχία μας, αγωνιζόμενοι να ξεχάσουμε. Να ξεχάσουμε τι αξίζουμε ουσιαστικά, τι θέλουμε και τι χρειαζόμαστε στη ζωή μας. «Κουκουλώνουμε» τη μιζέρια μας, καλυμένοι από φόβο και ερωτήματα που δεν τολμάμε να ψάξουμε τις απαντήσεις τους. «Πώς θα ήταν η ζωή μου αν ήμουν ακόμη με τον άνθρωπο που άφησα πίσω;» «Πώς θα ήταν εάν δεν είχα δειλιάσει; Άν είχα πει όσα ήθελα να πω; Όσα έπρεπε να πω;».
Ζητώντας το αληθινό κι όχι το φθηνό, το αιώνιο κι όχι το επιφανειακό, την προσοχή και τη φροντίδα, παρά τους όσους τσακωμούς, το χάδι παρά τα όσα νεύρα, πρέπει να ψάξουμε για ανθρώπους που θα μας φροντίσουν ουσιαστικά, χωρίς στάλα εγωισμού στην αγάπη τους, χωρίς στάλα ψέμα στα λόγια τους, χωρίς στάλα υπερβολής στο «για πάντα» τους.
Αντικαθιστώντας το φόβο και το «βόλεμα», αντικαθιστώντας το «εντάξει» με  «το τέλειο» και το «καλά να περνάς» με το «συγνώμη, σ’ αγαπάω», θα δίναμε στη ζωή μας την ποιότητα που χρειάζεται και αξίζει. Και στην καρδιά μας, την ευκαιρία, να μην «γεράσει» αγκαλιά μ’ ένα σωρό απωθημένα.

Δημοσίευση σχολίου